ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ AEGUUS NOX - ΙΣΗ ΝΥΧΤΑ

"Η ΙΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ"
Εικονίζονται από δεξιά, η ηθοποιός Μαρία Ναυπλιώτη, ο ποιητής-κριτικός Γιώργος Βέης, η ποιήτρια Λίνα Στεφάνου και ο ποιητής Γιώργος Χριστοδουλίδης

Πριν από δυο περίπου χρόνια, στην Αθήνα, μια άγνωστη σε μένα ποιήτρια ανέβηκε στο βήμα της ποιητικής εκδήλωσης Growd, και διάβασε μερικά ποιήματά της. Όταν ολοκλήρωσε την απαγγελία της, την πλησίασα, της είπα “ κυρία Στεφάνου, γράφετε πολύ ωραία” και αυτοσυστήθηκα.
Πέρασε από τότε καιρός, κατά τη διάρκεια του οποίου είχα την ευκαιρία να αναζητήσω περισσότερα δείγματα γραφής της ποίησης που άκουσα. Μια μέρα, μάλιστα, έτυχε να πέσω πάνω σε ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο στίχων, που άμα κάποιος το αγγίξει, είναι αδύνατον να μείνει ανευλαβής. H τάση του με διαπέρασε.

«Οι ώμοι του ορίζοντα γραμμή
πιο πέρα
τελειώνει ο κόσμος όπως τον ξέρεις».

Η ποίηση της Λίνας Στεφάνου ξεχωρίζει για την πυκνότητα και το ουσιώδες του εκφερόμενου λόγου της, για την πολυσημία των συμβολισμών της. Όπως κάθε αληθινή ποίηση, δεν υποτάσσεται εύκολα στον δέκτη της. Τον βασανίζει, τον παιδεύει, τον σέρνει ανυπεράσπιστο σε αλληλουχίες συνεκδοχών, για να τον παραδώσει καινουργιομένο και πιο έτοιμο σε ένα νέο κύκλο ανθοφορίας. Κατά κάποιον τρόπο, ξαναζωντανεύει τη θαμπή, από τη σκόνη της υπερπαραγωγής, οπτική μας, για την ίδια την ποίηση.
Η Λίνα Στεφάνου σε καλεί να προσέλθεις, να δοκιμάσεις να εισέλθεις στον νοητό χωρόχρονο των ποιημάτων της: πολλά από τα ποιήματά της αποτελούν έναν τόπο. Το αν θα μπορέσεις να εντοπίσεις τις εισόδους, είναι αποκλειστικά δικό σου θέμα, ίσως ένα θέμα εκλεκτικών συγγενειών, όπως και η ίδια θα έλεγε.


«Σαν επιγραφή αναβοσβήνω μέσα σε ξένου ανθρώπου το μυαλό», γράφει.

Ο μεγαλύτερος ίσως κινηματογραφιστής του αιώνα μας, ο Αντρέι Ταρκόφσκι, όταν κάποτε ρωτήθηκε πόσο τον επηρέασαν άλλοι μεγάλοι κινηματογραφιστές τους οποίους θαύμαζε απεριόριστα, είπε τα ακόλουθα (μεταφράζω επί λέξη από τα ρωσικά):

«Δεν θα έλεγα ότι προσπαθώ να τους μιμηθώ, διότι το πιο σημαντικό σε κάθε τέχνη είναι να βρεις τη δική σου προσωπική γλώσσα, τον τρόπο να μιλάς σε μια γλώσσα που είναι χαρακτηριστική μόνο σε σένα και σε κανέναν άλλο».

Η Λίνα Στεφάνου βρήκε αυτόν τον τρόπο, τον επεξεργάστηκε και τον διαμόρφωσε. Παρότι τα θέματα στα οποία απλώνεται η ποίησή της δεν παρεκκλίνουν σημαντικά από τα συνηθισμένα, καταφέρνει να τους προσδίδει νέες, αναπάντεχες όψεις.
Η ποίησή της εκπέμπει μηνύματα που δεν αποκωδικοποιούνται μόνο σε σχέση με τα συμφραζόμενα, δεν δηλώνονται μόνο ρητά, αλλά παράλληλα υπονοούνται και συνυποδηλώνονται. Σε παραπέμπουν σε αναζητήσεις και ανασκαφές και, αργά ή γρήγορα, σε κατακρημνίζουν στο αρχέγονο βάθος των πραγμάτων, εκεί όπου οι πυρήνες κοχλάζουν και το άυλο βρίσκεται σε προεργασία υλοποίησης.

Οι στίχοι της είναι η επιφάνεια της γης, η ποίησή της ό,τι συντελείται στο υπέδαφός της.

Εκεί όπου δεν υπάρχει ησυχία, γαλήνη, ειρήνη, παρά μόνο δονήσεις, αναφλέξεις και πραγματώσεις. Ακόμη και στις παρώρειες των κορυφών της, η ποίηση της Λίνας δεν εξασθενεί, δεν λαχανιάζει: η ποιήτρια αποκαλύπτει αντοχές, διότι έχει διασφαλίσει ένα βάθος που τη στηρίζει.

Έτσι, όταν γράφει για τα μικρά παιδιά που βάζουν το κεφάλι τους στο στόμα του λύκου χωρίς να φοβούνται, δεν σκιαγραφεί απλώς μια εικόνα, αλλά σε μεταφέρει για λίγο στη δική σου παιδική ηλικία. Όταν γράφει «στις σιωπές της γυναίκας αναπαύεται ο άντρας πολεμιστής», οι γυναίκες αναρριγούν από την αναπάντεχη θωπεία μιας οικείας αύρας, της αύρας του δικού τους πολεμιστή, κι οι άντρες πεθυμούν την ανείπωτη και ανομολόγητη γυναικεία σιωπή που κάποτε τους έδειξε τι είναι ο κόσμος.


Ο καλός ποιητής υποψιάζομαι ότι είναι καλός και επειδή σέβεται μια σημαντική, τρόπον τινά, αρχή: Ότι αυτός έχει ανάγκη την ποίηση και όχι η ποίηση εκείνον. Βάσει του σεβασμού σε αυτήν την ξεχασμένη, σήμερα, αρχή, προοικονομείται η έκβαση κάθε φιλόδοξης προσπάθειας.
Η Λίνα Στεφάνου τηρεί αυτήν την αρχή, όπως και μερικοί άλλοι χαμηλόφωνοι, σεμνοί, αλλά συνάμα σημαντικοί ποιητές του καιρού μας, διότι «Στάζει στίχους όπως άλλοι ανάβουν κεριά στις εκκλησίες»
διότι
«όταν γράφει ποιήματα νιώθει σαν το δυσλεξικό παιδί που ευνοήθηκε να μιλάει τη γλώσσα των άστρων».
Αποκαθιστώντας την ιερότητα της ποιητικής διαδικασίας, η ποιήτρια διευκολύνει το πέρασμα του ποιήματος στον αναγνώστη. Προχωρά όμως και πάρα πέρα, ανοίγοντας με τα καλοφτιαγμένα δομικά κλειδιά της ποιητικής της, νοήματα περίκλειστα μέσα σε σκληρό κέλυφος.

«Σε κάθε εποχή
η γνώση και η μοναξιά
βαδίζουμε αντάμα»

και

«Σύντομο θέρος το θάρρος»

Το βιβλίο που έχω μπροστά μου με τα 29 ποιήματα είναι ο καρπός μιας δουλειάς περίπου τριών χρόνων, η οποία ξεκίνησε το 2015 και ολοκληρώθηκε πριν λίγους μήνες.
Ονομάστηκε ΙΣΗ ΝΥΧΤΑ επειδή η αρχική ιδέα του συνελήφθη στην κορύφωση της εαρινής ισημερίας. «Ήταν μια τέτοια νύχτα που ένιωσα πως η φύση ζυγιζόταν απόλυτα ενωμένη κι ο χρόνος είχε σταματήσει για μισό λεπτό για να μου κάνει το χατίρι να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Έτσι μου ήρθε το πρώτο ποίημα, το ομώνυμο της συλλογής», μου είπε σε μια από τις συνομιλίες μας.

Η ΙΣΗ ΝΥΧΤΑ πραγματεύεται ζητήματα που μας συντελούν, μας διαλύουν και μας επανασυναρμολογούν κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Τον χρόνο, τον χώρο, τον θάνατο πριν τον θάνατο, τη σχέση ζωντανών- νεκρών, τη σχέση ζωντανών με ζωντανούς, τον έρωτα, την απουσία, τη μητρότητα, το παιδί με τις ηλικιακές και σωματικές μεταβολές του.

Διατρέχοντας κανείς τη συλλογή, αποκομίζει την αίσθηση ότι η ποιήτρια έχει κατοικίσει για πολλά χρόνια μέσα στα θέματά της πριν τα μετεξελίξει σε ποιήματα. Δεν πέρασε από έξω, δεν τα είδε από μακριά, δεν την γρατζούνισαν: την χαράκωσαν, την άνοιξαν και την έκλεισαν, αφήνοντας ανάγλυφες ουλές.
Είναι ο οικείος της χώρος. Τα έχει φροντίσει και τα έχει αγαπήσει, έχει ποτίσει τον κήπο τους, ξέρει καλά τις γωνίες, τις προεξοχές, τις φθορές, τις μυρωδιές, τα μυστικά κελάρια, την απρόσιτη σοφίτα, τις ιδιότητες των εκλιπόντων της, την απέλπιδα προσπάθειά τους να συντονίσουν έναν ανάδρομο βηματισμό, πίσω, προς τη ζωή. Την επιρροή τους, την εξουσία τους. Έχει τσακωθεί και έχει συμφιλιωθεί με τα θέματά της.
Αντάλλαξαν μορφή, εξοικειώθηκαν.



«τους κουβαλάμε τους νεκρούς μας
σαν πολύτιμες πέτρες
σαν θηλιές
ή
σαν ζώα νεκρά.
Από τους νεκρούς εξαρτάται»


Τα ποιήματα της συλλογής δεν αποτελούν μια επιφανειακή συναρμογή εξεζητημένων λέξεων που θέλουν να πουν εντυπωσιακά πράγματα. Ακόμα και αφού κατασταλάξουν μορφικά, συνεχίζουν να ρέουν, επειδή αφ’ενός υπακούν σε καλά δουλεμένους κανόνες, αφ’ετέρου αναβλύζουν σαν πίδακες από πηγή αυθεντική, καλώντας τον δέκτη-αναγνώστη να λάβει μέρος σε μια ελαστική και ρευστή διαδικασία σημασιοδότησης.
Αναπτύσσεται, έτσι, μια μορφή συμμετοχικότητας ή ακόμη πολυμετοχικότητας, καθώς τα ποιήματα αποποιούνται το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, απελευθερώνονται και αναζητούν μέσα από το βλέμμα του άλλου την ανάδειξη της πολυσημίας τους.

Πρόκειται για ποιήματα απότοκα της ανάγκης που γέννησε η συσσώρευση και, συνακόλουθα, η έκρηξη του πραγματικού βιώματος, όταν αυτό απαίτησε να αποδράσει από το μνημονικό και να σαρώσει τα όρια των αντοχών της ποιήτριας. Γι’ αυτό πέφτουν πάνω σου σαν λάβα.
Η Λίνα αποτύπωσε στον ποιητικό της κώδικα αυτήν την έκρηξη, την μεταποίησε, συχνά λυγμικά, πάντοτε απογυμνωμένα από το περιττό, καίρια, καταδηλωτικά ενός ζωογόνου οράματος.

Το «Άρωμα» γράφτηκε για τους μετανάστες που έχασαν τη ζωή τους στο Αιγαίο. «Τα μικρά παιδιά», το πρώτο ποίημα της συλλογής, γράφτηκε καθώς η μητέρα εκείνη τη νύχτα της Εαρινής Ισημερίας στέκεται περιδεής μπροστά στο σώμα του γιου της που κοιμάται, το σώμα που μεταπλάθεται από παιδικό σε εφηβικό.

Άλλες φορές, μια αποκάλυψη πρέπει να συνέβη, που κατέστησε ορατή εκείνη τη μαγική ανθρώπινη ικανότητα να συνταιριάζεις τα τετριμμένα με τα μικρά θαύματα. Πόσο ομαλά κατακερματίζεται η ποιήτρια για να μπορεί να υπάρχει ατόφια στον κυκεώνα της καθημερινότητας:





«Προσωπική ιστορία»

Πάνω στο τραπέζι
δίπλα στα κομμένα κρεμμύδια σκόρπια βιβλία
λαχανικά, σημειώσεις, χαρτιά
άλλο βιβλίο κι ένα περιοδικό που σαν νεογέννητο αναπνέει”




Τούτων λεχθέντων, οφείλω να επισημαίνω ο σφριγηλό ύφος ορισμένων ποιημάτων θα ήταν πιο αδύναμο, η χάρη και η ομορφιά ισχνότερες, οι χημικές ενώσεις των λέξεων λιγότερο δραστικές, αν η ποιητική ορμή δεν είχε ποτιστεί με τους χυμούς του έρωτα και της αγάπης που τον στεγάζει, λιγόπνοο και εξασθενημένο, έστω, μέχρι να εκλείψει ή να μετουσιωθεί σε μνήμη: μνήμη των σιωπών που μας επιβαρύνουν σαν το βαρύ παλτό που κουβαλάμε τους χειμώνες για να αντέξουμε την έκθεσή μας στο κρύο, για να επιβιώσουμε τη στυγνή αλληλουχία των εποχών, μέσα μας.
Σε μια σειρά ποιημάτων της ΙΣΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, η ποιήτρια, αντλώντας από τα ενδότερα εσωτερικά εδάφη, παραθέτει εκδοχές των δικών της διαφυγών από την αφύσικη κατάσταση του να μην αγαπάς και να μην αγαπιέσαι, στον χώρο της παράφορης ερωτικής περιδίνησης. Μας υπενθυμίζει ότι θα ήταν ίσως αρκετό όταν ο άνθρωπος θα εξιστορεί την περιπέτεια της βιοτής του, να την διαχωρίζει στην προ της αγάπης και μετά την αγάπη εποχή, καιρούς που διήλθε και εξήλθε τυφλός, άοπλος, αφελής και μη αναστρέψιμα, πενθών.

«Αιγοβόλος»

«Κάθε γυναίκα
συναντά κάποτε ένα Διόνυσο
οι οπλές του χέρια βιολιστή
στους ανέμους
και στους τριγμούς των αστεριών
καινούργιες νότες
μαθαίνουν
στο κορμί της
να διαβάζει»
ή

«Όταν έτσι μ’ αγαπάς
το βάθος των αστεριών
σε καινούργιο ουρανό
μαθαίνω να μετρώ»


Η έννοια του χρόνου στην ΙΣΗ ΝΎΧΤΑ μνημειώνεται στις στιγμές που είμαστε ερωτευμένοι, αγαπημένοι, συγκλονισμένοι, απελπισμένοι, εκστασιασμένοι, επαναστατημένοι. Το υπόλοιπο διάστημα είναι ο δρόμος που σε κρατά μακριά από αυτές τις καταστάσεις.

Η μύηση στη λογοτεχνία προσφέρει οφέλη που ανακαλύπτεις με τον καιρό. Αυτά τα οφέλη δεν μετριούνται με τον αριθμό των βιβλίων που έγραψε ή διάβασε κανείς, αλλά με το εύρος της διείσδυσης σε χώρους που υποψιαζόμασταν ότι υπάρχουν, αλλά έπρεπε κάποιος να μας τους υποδείξει.

Έτσι εκλαμβάνω και τον αγαπημένο στίχο:

«Εκεί τελειώνει ο κόσμος όπως τον ξέρεις»


Το γήτεμα μέσα από τα ξόρκια της λογοτεχνίας προετοιμάζει ένα εύφορο υπόστρωμα, η αξία του οποίου εκτείνεται πολύ πέραν της απόκτησης οποιασδήποτε γνώσης. Τα δώρα της λογοτεχνίας ενσωματώνονται σε έναν χώρο άγνωστο μέσα μας, γίνονται μέρος του λειτουργικού μας συστήματος, μας καθοδηγούν και μας εμπνέουν, καταστρώνουν την οριστική μας κλίμακα. Η ικανότητα αφομοίωσης αυτού του κέρδους, που φυσικά από άνθρωπο σε άνθρωπο ποικίλει, καθορίζει με τον καιρό το τι ακριβώς χρειαζόμαστε να διαβάζουμε και τι όχι, τι δεν πρέπει να κάνουμε για να μην αναλωνόμαστε. Αν δε είμαστε δημιουργοί, μας δείχνει ένα δρόμο για το πώς να μην γράφουμε.

«Φορτώθηκα ένα ζυγό που τώρα λέω πως είναι η ζωή μου»


«Το άλτσχαιμερ δεν είναι αρρώστια
είναι η τελευταία λύση που καταφεύγει το μυαλό
όταν δεν υπάρχει πια λύση»

Πιστεύω βαθιά ότι η ποίηση της Λίνας Στεφάνου είναι εμποτισμένη με αλήθειες στέρεες και δυνατές, εκπέμπει μιαν υποψία ελπίδας σε έναν απισχνασμένο κόσμο. Ειδικά σήμερα, όταν η βιωσιμότητα της ποίησης είναι πιο αμφίβολη από ποτέ και επειδή σε αυτόν το χώρο έχει διεισδύσει σωρηδόν το αλλότριο στις πιο απίθανες του μορφές, ποιήματα όπως αυτά που γράφει η Λίνα Στεφάνου είναι απολύτως αναγκαία.

Όπως οι προγενέστεροι, μείζονες, ελάσσονες, περιθωριακοί ποιητές μάς κληροδότησαν μαζί με το ποιητικό DNA του καιρού τους, και τον τρόπο τους, έτσι και οι σημερινοί, όπως η Λίνα Στεφάνου, θα κληροδοτήσουν στους μεταγενέστερους μια ποίηση ικανή να εμπνεύσει, να αποτελέσει δόκιμο υλικό για τα επόμενα βήματα, ποίηση η οποία θα είναι σε θέση να αναμετρηθεί θαρραλέα με τον χρόνο, ο οποίος:


...ο χρόνος είναι μια κόκκινη τελεία που σημαδεύει από μακριά την καρδιά σου.

Ένας ταχυδακτυλουργός που σέρνει ένα μεγάλο μπαούλο πίσω του. Ποτέ δεν ξέρεις τι έχει μέσα. Ο χρόνος είναι γεμάτος φίδια εκπλήξεις. “


Ας μου επιτραπεί, εν κατακλείδι, μια προσωπική αναφορά: Θα προτιμούσα και προτιμώ, να διαβάσω το ίδιο γοητευτικό ποίημα χίλιες φορές, παρά χίλια ανούσια ποιήματα που δεν μου λένε τίποτα. Θα επέλεγα, αν μπορούσα, να γράψω ένα ποίημα που θα εντυπωθεί σε ένα μνημονικό, παρά εκατό που δεν θα τα θυμάται κανείς.
Και όπως είπε ο Μπόρχες, διαλαλώ ότι «γίνεται κανείς σπουδαίος με όσα διαβάζει, όχι με όσα γράφει».
Με αυτή την έννοια, η ΙΣΗ ΝΥΧΤΑ μάς δίνει λόγους να νιώθουμε λίγο πιο σπουδαίοι.

Ευχαριστώ τη Λίνα Στεφάνου για την τιμή της πρόσκλησης που μου απηύθυνε. Ευχαριστώ κι εσάς που ήρθατε να τιμήσετε με την παρουσία σας μια άξια ποιήτρια.

Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο, 29 Μαϊου 2018
Γιώργος Χριστοδουλίδης



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις