Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

Gustav Klimt
Δεν συγκρατώ τίτλους βιβλίων που με συντάραξαν. Ούτε τίτλους ποιημάτων που με αναδόμησαν. Ούτε ονόματα συγγραφέων που με έστειλαν στο σημείο μηδέν. Προσθέτω στα προαναφερθέντα το διευκρινιστικό “παρά ελάχιστα'. Το απόσταγμα της επεξεργασμένης έμπνευσης αφομοιώνεται με κεκτημένη ταχύτητα από τον οργανισμό μου, και ακολούθως διοχετεύεται στο αίμα μου, ενσωματώνεται στα πιο ανυποψίαστα κύτταρα μου. Οι ετικέτες πέφτουν, οι τίτλοι σβήνονται, οι παραπομπές ξεχαρβαλώνονται.
Καταρρέω, ανασυντίθεμαι και ξαναχτίζομαι με αυτό που με συγκλονίζει και αποπειρώμαι να γράψω τα επόμενα δυο-τρία ποιήματα που το μόνο που φιλοδοξούν να κάνουν είναι να επιβιβαστούν σε ένα από τα βαγόνια της ασταμάτητης αμαξοστοιχίας η οποία έρχεται από πολύ μακριά και έχει προορισμό το σταθμό “διηνεκές'.
Οσοι συγκρατούν τίτλους και ονόματα και τα επικαλούνται με κάθε ευκαιρία, ίσως έχουν πιο σχολαστική σκέψη. Φωτογραφική μνήμη. Ισως όμως να αδυνατούν να αφομοιώσουν την ουσία της λογοτεχνίας.
Οταν λοιπόν συναντώ τέτοιου είδους έργα, με καταλαμβάνει, πέραν από δέος, και ευγνωμοσύνη, επειδή συνειδητοποιώ ότι κανείς δεν θα υπήρχε ως δημιουργική οντότητα δίχως τους ξεχωριστούς άλλους. Αν ζουν ή όχι, δεν έχει και τόση σημασία, αρκεί το έργο τους να παραμένει ζωντανό, ικανό να ερωτοτροπήσει και να ζευγαρώσει. Η μεγάλη λογοτεχνία είναι αχαλίνωτα ερωτική, πολυγαμική και ως τέτοια ασύγκριτα πιο επικοινωνιακή κι από το επαρκέστερο εγχειρίδιο δημοσίων σχέσεων.
Φτιαγμένη από ύλη και πνεύμα, όταν η πρώτη υποκύψει στη γραμμική ροή φθοράς του χρόνου, το δεύτερο, θεριεύει. Ο χρόνος μπορεί να καταφάει τη σάρκα αλλά με το πνεύμα δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Ο χρόνος, απελπισμένος, ρίχνει το ένα μετά το άλλο, μπιτόνια βενζίνης στη φωτιά νομίζοντας ότι θα τη σβήσει…
Αυτό είναι το “έπαθλο' για όσους έκαναν καλή δουλειά: Να μην έχει πια σημασία η φυσική τους παρουσία διότι το έργο τους έχει αρχίσει να υπερβαίνει την ίδια τους την ύπαρξη. Το έργο τους έχει εξασφαλίσει εκτυφλωτική αυτονομία, έχει απελευθερωθεί από όλες τις μορφές ιδιοκτησίας, ανήκει αποκλειστικά στον κάθε επόμενο λάτρη του, έχει τη δική του φωνή. Και στο έργο αυτό περιττεύει η ετερόκλητη αυτοναφορικότητα, προτιμά να του ανοίγουν χαραμάδες για να μπαίνει.
Αφήστε λοιπόν τη λογοτεχνία να μιλήσει χωρίς παρασιτικές αναλύσεις και κενές περιεχομένου δοξασίες, χωρίς κουραστικές αναφορές και επικλήσεις. Για να γίνει ο κόσμος βασανιστικότερα ομορφότερος και οι τρελλοί ονειρευτές να καταλήξουν εν πολέμω στην κόλαση, όπως το λέει ο Roberto Fernadez Retamar- από τους λίγους που κάποτε ιχνηλατώντας στη μνήμη, επικαλούμαι- στο ανεπανάληπτο ποίημα του “Μακάριοι οι ισορροπημένοι(μετάφραση Ρήγας Καππάτος)':

«…αλλά αφήστε ελεύθερους αυτούς που δημιουργούν τους κόσμους και τα όνειρα,
Τις αυταπάτες, τις συμφωνίες, τις λέξεις που μας διαλύουν
Και μας ξαναφτιάχνουν, τους πιο τρελούς κι απ’ τις μανάδες τους,
πιο μεθύστακες κι από τους πατεράδες τους
Κι ακόμα πιο εγκληματίες κι απ’ τους γιους τους,
Και πιο ψημένους από παράφορους έρωτες.
Ας τους κρατήσουν τη θέση τους στην κόλαση, και φτάνει.'

Κάπως έτσι, έχοντας τη βαθιά αίσθηση ότι στην λογοτεχνία τίποτα δεν ιδρύεται, αλλά μόνο γονιμοποιείται, γίνεται ο ίδιος ο συγγραφέας, συλλέκτης απαυγασμάτων και όχι μελετητής αχανούς κλίμακας. Αδειάζοντας από τον υπερπληθυσμό των επουσιωδών, επιτρέπει στους γητευτές ομότεχνους-άλλους να φυτέψουν μέσα του τους καλύτερους τους σπόρους. Και οι σοδειές σμίγονται και η ελπιδοφόρα δύναμη της δημιουργίας, καρπίζει.
Κάπως έτσι, αν ποτέ δοθεί στον υποφαινόμενο, ας αποσιωπάται μεσίστιο το όνομα του, την ώρα που ένας στίχος του θα μεταφυτεύεται στο εύφορο έδαφος μιας διψασμένης ψυχής, την ώρα που θα γίνεται αυτός, ο άλλος.