Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ - ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ

Τρία ποιήματα που απάγγειλα με μετάφραση στα αγγλικά



ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

Από την ποιητική συλλογή “Ονειροτριβείο”, 2001


PARISIAN MIRAGE

A parade in Paris; so unexpected.
We were heading for Notre-Dame.
Gold-red uniforms of spearmen;
horses’ feces in the streets.
Love-couples kissing.
La Seine, a worn-out affirmation.
Tourists looking for the right place.
Souvenirs and curious queues of curious people.
The bells will soon toll
and according to schedule
Quasimodo will take a leap in space
so warmly applauded.

From the poetry collection DREAM-MIILL, 2001


ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;»

από την ποιητική συλλογή Πληγείσες Περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, 2016


ANDREAS DOE

We meet randomly once or twice a year
Only yesterday he saw me at the supermarket picking
tomatoes.
And again he asked how my eldest daughter was.
- A son, Andreas, now a student.
-Right, right.
Brief pause.
- Is he alright?
- He’s fine.
The same chat each and every time
over groceries gone bad
at the door of the clipper of names
the repair shop for replacement of limbs
in the queues of dry jobless people
the pavements of the shrunken
the trenches of the cityLean forward Andreas, no, don’t take a bow
just lean forward.
Strange how someone
can always remember the same thing wrong.
I noticed a slight tremor in his hand
though skillfully he tried to hide it by clinging onto the shopping cart.
I do my best to avoid him
but he persists on sharing his embarrassment.
You can’t beat that.
One day he dropped his head
We ran to catch it
downhill.
When I paid the next publisher
to bring out my sixth book
I mailed it to an address unknown
certain he would receive it somehow.
Years later we met again
in the public toilets
paying for a pee.
“Say, how’s your daughter?
Loved your poem about that guy.
I can’t believe that guy!
Who is he?”

From the poetry collection AFFECTED AREAS (RAW TALES) 2016


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ
ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.

Από την ποιητική συλλογή Πληγείσες περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, 2016


STORIES YOU COMPREHEND
MUCH LATER

Each noon in the parking lot of the block of flats
a policeman would chase after us ablaze
in his shorts
and the orchard owner.
The first bedamned us for playing ball
and ruining his siesta
he’d grab a wooden stick and rush down
to beat the crap out of us.
The second would howl incomprehensibly
a brute
certain he would catch us
red handed stealing fruit from his trees.
But we were more ablaze than them.
And faster.
It took me years
to suspect
that perhaps more than us
they hated our laughter
and that
power and ownership
have no love for children.

From the poetry collection AFFECTED AREAS (RAW TALES) , 2016

translated from the Greek by Despina Pirketti

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΟΣ

Ένα γνωστό και σύνηθες φαινόμενο της ψευδοδημοκρατίας μας είναι, δυστυχώς, η έντονη αντίδραση του κυρίαρχου Συστήματος σε οποιαδήποτε αυθόρμητη και, κυρίως, ελεύθερη κίνηση ή έκφραση. Κι αυτό γιατί το Σύστημα επιμένει με πείσμα να αναπαράγει και να συντηρεί την αυτοεικόνα και τη δομή του πάση θυσία, διαστρεβλώνοντας και ισοπεδώνοντας, χωρίς κανένα ενδοιασμό, οποιαδήποτε ειλικρινή και δημοκρατική θέση ή αντίθεση, χαρακτηρίζοντάς την σκοπίμως ως συμφεροντολογική, μεμονωμένη, αβάσιμη, συμπτωματολογική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συμπτωματολογική πρόσληψη της παρρησίας (ότι δήθεν δεν λέει την αλήθεια, ότι εκφράζει ως σύμπτωμα την ιδιαιτερότητα και τα άρρητα σύνδρομα, π.χ. την εσωτερικευμένη απόρριψη του ομιλητή) λειτουργεί θεραπευτικά, εν προκειμένω, για την πληγωμένη μυθολογία του κυρίαρχου. Η αστυνομία, με άλλα λόγια, δεν δέρνεται· το Υπουργείο δεν αμφισβητείται.
Η τεχνοκρατική και διαστρεβλωτική,
λοιπόν, απάντηση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών στη δήλωσή μας κατά του τρόπου λειτουργίας του θεσμού των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας, ήταν, ως εκ τούτου, αναμενόμενη και απέδειξε, δυστυχώς, για ακόμη μια φορά ότι το Σύστημα δεν εστιάζει στον δημοκρατικό διάλογο, την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό, αλλά στρέφεται με μένος κατά των ελεύθερων φωνών και ανθρώπων που καταθέτουν ότι ο βασιλιάς περιφέρεται στους δρόμους ολόγυμνος. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το αόρατο και πανίσχυρο ένδυμα του βασιλιά είναι το ίδιο το Σύστημα, το οποίο θερίζει σαν στάχυα όσους ανυπότακτους σπάζουν τη σιωπή και αρθρώνουν ελεύθερη, κριτική σκέψη.
Πιο συγκεκριμένα, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες κάμνουν ότι εξιππάστηκαν, ότι εππέσαν που τα σύννεφα, ότι εν εξανακούστηκεν ποττέ, τέλος πάντων, ότι ο θεσμός των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας νοσεί. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με αυτές, όλα στον θεσμό λειτουργούν τέλεια, όλα πηγαίνουν πρίμα, όλα είναι αρμονικά πλασμένα και ιδανικά, εκτός φυσικά από τέσσερεις βέβηλους, φιλόδοξους και υπερφίαλους αιρετικούς που φωνάζουν έξω από τα τείχη, δημιουργώντας «ένα θλιβερό πνευματικό σκηνικό [καρκασιαλλίκκιν] που δεν υποβοηθεί τον ίδιο τον θεσμό» ούτε «προωθεί ένα γόνιμο διάλογο» για το θέμα. Η πιο πάνω θέση καταδεικνύει, κατά την άποψή μας, περίτρανα ότι οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες δεν επιθυμούν στην πραγματικότητα ένα δημοκρατικό διάλογο για τον εκσυγχρονισμό του κρατικού θεσμού των λογοτεχνικών βραβείων. Αντίθετα, επιθυμούν το στρουθοκαμηλίζειν και το κραυγάζειν «Ζήτω ο Βασιλιάς» για ευνόητους λόγους.
Η δε κροκοδείλια επίκλησή τους για «γόνιμο διάλογο» ως ρυθμιστικού ιδεώδους, δεν επιδιώκει στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά να διασφαλίσει τη δική τους κατεστημένη οπτική έναντι, φυσικά, κάθε καινούριου λόγου που εκφράζει διαφωνία και επανακαθορίζει την έννοια του διαλόγου ως αγώνος. Ο διάλογος, με άλλα λόγια, που επιδιώκουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι με κανένα τρόπο αναπαραγωγικός ή δουλοπρεπής, όπως, ίσως, θα ήθελαν οι αρμόδιοι. Αντίθετα είναι αγωνιστικός, παράγει διάκενα μέσα στα οποία μπορεί να αναπνέει η διεκδίκηση για το καινούργιο· επιφέρει, τέλος, ρωγμές στην ολοποιητική και μονοπωλιακή ρύθμιση του κατεστημένου νοήματος, για να μπορέσει, επιτέλους, να ανανεωθεί η συζήτηση και να φωτιστεί διαφορετικά το θέμα. Ο «γόνιμος διάλογος», από την άλλη, που δήθεν επικαλούνται οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες αποτελεί στην πραγματικότητα ένα οξύμωρο ιδεολόγημα της ποιμαντορικής εξουσίας, με το οποίο επιχειρείται η δαιμονοποίηση της γόνιμης παρέκκλισης ως μιαρούς απόκλισης και κατ’ επέκταση η παρεμπόδιση της αλλαγής και ο ευνουχισμός του καινούριου.
Όπως είναι γνωστό, εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για έναν υγιή διάλογο γύρω από το φλέγον ζήτημα του εκσυγχρονισμού του θεσμού των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας είναι πρώτα ο εντοπισμός και η παραδοχή του όποιου προβλήματος ή δυσλειτουργίας του. Εμείς με παρρησία το πράξαμε αυτό. Πώς, λοιπόν, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες προσποιούνται από τη μια ότι δήθεν προσδοκούν ένα δημοκρατικό διάλογο, ενώ από την άλλη όχι μόνο δεν παραδέχονται, αλλά αποκρύβουν σκοπίμως τα κακώς έχοντα του συγκεκριμένου θεσμού; Το πιο πάνω ατόπημα εγκλωβίζει, κατά τη γνώμη μας, τους αρμοδίους σε σοφιστικές αντιφάσεις, καθώς διαιωνίζει εν τέλει την απαράδεκτη στάση τους να αντιμετωπίζουν τον συγκεκριμένο θεσμό εξουσιαστικά, ως το ‘χωραφούιν’ τους ‘τζαι σε όποιον αρέσκει ρε κοπέλια…’. Και, βέβαια, τα λεκτικά πυροτεχνήματα, καθώς και η τεχνοκρατική και απρόσωπη ορολογία που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο εκτός από το ότι και οι ίδιες αποτελούν μέρος του προβλήματος. Έτσι λοιπόν, αφού όλα σύμφωνα με αυτούς βαίνουν καλώς, αφού όλα σχετικά με τον θεσμόν τους ‘πάσιν ρολόιν’, το μόνο πρόβλημα είναι, φυσικά, η λόξα τεσσάρων λογοτεχνών, οι οποίοι ‘ήρταν ακάλεστοι’ και αντιδρούν με «ανυπόστατους, αυθαίρετους ισχυρισμούς» και προπαντός «με ανειλικρινείς προθέσεις», γιατί δεν πήραν, τελικώς, βραβείο.
Το θέμα, λοιπόν, του timing, τού «Γιατί τώρα;». «Επειδή δεν το πήρατε;» (η «εύλογη» υπόνοια) που τίθεται πονηρά, αποτελεί και πάλι apriori ψευδοζήτημα, το οποίο επιχειρεί να συσκοτίσει παρά να φωτίσει το όλο θέμα. Μα, άλλες φορές το πήραμε, και άλλες φορές πάλι δεν το πήραμε! Άρα! Εξάλλου, με την προηγούμενη δήλωσή μας, αυτοαποκλειστήκαμε στο διηνεκές  από τις βραβεύσεις, προφανώς, γιατί δεν μας ενδιαφέρουν έτσι όπως προκύπτουν και γιατί δεν είναι αυτό, τελικά, το ζητούμενο. Απλούστατα, το timing το έφερε η συγκυρία και ο χρόνος, μέσα από την κατά συρροήν συσσώρευση των ειδεχθών κρουσμάτων μιας νοσηρής κατάστασης στην καρδιά του δημόσιου θεσμού. Το ουσιαστικό ερώτημα, αντίθετα, που έπρεπε να τεθεί, είναι το εξής: γιατί έως τώρα δεν έχει εγερθεί από κανέναν – θεσμό, φορέα ή άτομο, συλλογικά, δημόσια και συγκροτημένα – το μείζον ζήτημα της δυσλειτουργίας του θεσμού των λογοτεχνικών βραβείων, ενώ θα έπρεπε, αφού όλοι οι παροικούντες τη ‘λογοτεχνική’ Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας; Μήπως, άραγε, επειδή οι συγκεκριμένοι (εμείς δηλαδή), δεν ενδιαφέρονται για τις προσωπικές τους βραβεύσεις; Αν θα είμαστε, λοιπόν, υπόλογοι για κάτι, ας είμαστε γι’ αυτό.
Απολογούμαστε, επίσης, στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες που δεν τεκμηριώνουμε με αδιάσειστα στοιχεία τα όσα λέγονται πίσω από τους τέσσερεις τοίχους των συνεδριών της επιτροπής των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας. Δεν έχουμε προμηθευτεί με κοριούς και είμαστε όλοι λιγάκι μεγαλόσωμοι για να κρυφτούμε πίσω από κουρτίνες. Είναι ηλίου φαεινότερο, ωστόσο, ότι η κάθε επιτροπή κρίνεται, πρωτίστως, από τα αποτελέσματα που ανακοινώνει, τα οποία, όπως έχουμε επισημάνει στην προηγούμενη δήλωσή μας επιθέτουν μια θεσμική βράβευση σε μέτρια, τις περισσότερες φορές, ή ακόμη και χαμηλής αισθητικής στάθμης λογοτεχνικά έργα. Έτσι, με την απρόσωπη σφραγίδα του κύρους και την υποτιθέμενη απόφανση του αντικειμενικού που μεταφέρουν, αποπροσανατολίζουν ουσιαστικά το αναγνωστικό κοινό και προβάλλουν, εν τέλει, μια στρεβλωμένη εικόνα της ντόπιας παραγωγής. Αφού, όμως, αυτό το μείζον ζήτημα δεν ενδιαφέρει πάλι στην πραγματικότητα τους αρμοδίους, εκείνο που ίσως τους προβληματίσει στο μέλλον είναι ότι κάποια μέλη των επιτροπών παραμιλούν και μέσα και έξω από την αίθουσα και ότι η αθυροστομία τους π.χ. «φέτος το κρατικό βραβείο ποίησης θα το πάρει ο τάδε» ή «δεν είναι ανάγκη να διαβάσουμε όλα τα υποψήφια βιβλία» διαδίδεται εύκολα. Όπως, επίσης, εύκολα διαδόθηκαν σχόλια για προειλημμένη απόφαση Ελλαδιτών μελών της Επιτροπής πριν από μερικά χρόνια (η οποία ναυάγησε μετά την έκθεσή της ως γκάφα) να βραβευτεί με το βραβείο «Ταξιδιωτικού» αποικιακό ταξιδιωτικό της μέσης περιόδου της αγγλικής κυριαρχίας, το οποίο είχε μεταφραστεί στα ελληνικά και συσκευαστεί ως «νέο» (από τη σκοπιά του ηγεμονικού ελλαδικού βλέμματος, η υπεροψία του Εγγλέζου ‘εκπολιτιστή’ και η οριενταλιστική ερμηνεία της Κύπρου και των Κυπρίων έγιναν τότε αντιληπτά από την επιτροπή ως «κριτική ματιά»).
Όσον αφορά, τέλος, στη  μομφή ότι καταγγέλλουμε χωρίς να προτείνουμε λύσεις και, επομένως, ότι δεν προάγουμε τον υγιή διάλογο για τον εκσυγχρονισμό των βραβείων, απαντούμε ξεκάθαρα ότι δεν είμαστε πολιτιστικοί λειτουργοί, τεχνοκράτες ή εντεταλμένοι του Υπουργείου Παιδείας για να εκσυγχρονίσουμε τον θεσμό ή να βρούμε λύσεις στα προβλήματά του. Έχουμε, βεβαίως, πολλές σκέψεις και απόψεις, μερικές από τις οποίες καταθέσαμε στην προηγούμενή μας δήλωση, όπως π.χ. την ανάγκη καθορισμού συγκεκριμένων λογοτεχνικών κριτηρίων, την κατάρτιση της επιτροπής με μέλη που θα κατέχουν τη δέουσα θεωρητική εξάρτυση και στοιχειώδη γνώση των σύγχρονων λογοτεχνικών τάσεων διεθνώς, απόψεις οι οποίες αγνοήθηκαν, φυσικά, σκοπίμως από τους αρμοδίους. Και τέλος, για να μην υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κρύψει τις πραγματικές προθέσεις των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, που είναι, βέβαια, να κουκουλώσουν το θέμα, δηλώνουμε πρόθυμοι στο μέλλον να καταθέσουμε και άλλες συγκεκριμένες προτάσεις που θα βελτιώνουν και θα ενισχύουν τον θεσμό, μόνο στην περίπτωση που αυτές παραδεχθούν, επιτέλους, ότι ο θεσμός νοσεί και ανοίξουν ένα δημοκρατικό διάλογο επί του θέματος.
Κάτι, βεβαίως, που ποτέ δεν είχαν ή έχουν πραγματικά πρόθεση να πράξουν. Συνηθισμένοι στην υπακοή και την πειθήνια στάση από μέρους των διάφορων λογοτεχνικών οργανώσεων και φορέων, που για να εξασφαλίσουν κάποια χρηματοδότηση ακολουθούν τον δρόμο της σιωπής, οι αρμόδιοι φορείς με την απαξιωτική, τόσο για τους γράφοντες, αλλά κυρίως για το συγκεκριμένο θέμα, απάντησή τους απέδειξαν ξεκάθαρα ότι δεν λογαριάζουν τίποτα και κανέναν. Και για μία ακόμη φορά αρνήθηκαν, δυστυχώς, να εισακούσουν τη γνώμη πλειάδας λογοτεχνών (έτσι έδειξε η πρόσφατη συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μετά την ανάρτηση της προηγούμενης δήλωσής μας) για το πόσο ‘προωθεί’ και ‘στηρίζει’ τους λογοτέχνες η δράση τους. Σας διαβεβαιώνουμε, λοιπόν, αγαπητοί ότι δεν είμαστε τέσσερεις αιρετικοί που φωνάζουμεν. Είμαστε πολύ περισσότεροι. Ο βασιλιάς-θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων είναι γυμνός!
Γρηγορίου Ζέλεια (ποιήτρια, πρώην μέλος κριτικής επιτροπής λογοτεχνικών βραβείων, αναπληρώτρια καθηγήτρια της θεωρίας της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Νικολαΐδης Παναγιώτης (ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, νεοελληνιστής)
Παπαδόπουλος Μιχάλης (ποιητής, δημοσιογράφος)
Χριστοδουλίδης Γιώργος (ποιητής, δημοσιογράφος)