Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ:ΤΟ ΛΙΜΝΑΖΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΟΥΝΕΛ

Δημόσια δήλωση των Κυπρίων ποιητών, Ζέλειας Γρηγορίου, Παναγιώτη Νικολαϊδη, Μιχάλη Παπαδόπουλου και Γιώργου Χριστοδουλίδη

 

«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γνωρίζει όποιος δημοσιεύει ή αποφασίζει να εκφέρει δημόσια άποψη και ειδικότερα όταν αυτός ο κάποιος ή αυτοί οι κάποιοι αποτελούν τα μέλη της επιτροπής κρατικών βραβείων που κρίνουν και βραβεύουν κάθε έτος τη λογοτεχνική παραγωγή του τόπου είναι πως δεν υπάρχει πουθενά μια υποτιθέμενη ομπρέλα προστασίας ούτε, βέβαια, κάποιο απυρόβλητο ασφαλείας που να επιβάλλει ο ίδιος ο θεσμός. Κι αυτό σημειώνεται εμφατικά και εξαρχής, γιατί πιστεύο
υμε ακράδαντα ότι η δήθεν “αξιοπρέπεια της σιωπής” που τηρήσαμε μέχρι σήμερα συνέβαλε κι αυτή στο να οδηγηθεί ο θεσμός των κρατικών βραβείων του τόπου μας στην ασυδοσία και την παρακμή, καθώς ο κατά τα άλλα θετικός σκοπός δημιουργίας και ύπαρξής του αυτοϋπονομεύεται συνεχώς από τραγελαφικές συμπεριφορές μιας κριτικής επιτροπής που διαβάλλεται έσωθεν και έξωθεν.
H αποδοχή, με άλλα λόγια, και η τήρηση από μέρους μας μιας σιωπηρής στάσης, η οποία προκλήθηκε κατά κύριο λόγο από τον βάσιμο φόβο μήπως θεωρηθεί από το λογοτεχνικό κατεστημένο ότι η οποιαδήποτε αντίδρασή μας κρύβει προσωπικά οφέλη ή λογοτεχνικές φιλοδοξίες, κρίθηκε αλλοτρίως ότι έχει συνενοχικό χαρακτήρα, αφού οδηγηθήκαμε τελικά στην εξουδετέρωση κάθε διάθεσης για βαθύτερη και αναλυτικότερη κριτική του εν λόγω άκυρου, πλέον, και σαθρού θεσμού, αφήνοντάς τον να βουλιάζει σε βρώμικα και στάσιμα νερά, να εξυπηρετεί προσωπικά και εξωθεσμικά παρά δημόσια και πνευματικά συμφέροντα και να εμπεδώνει ηγεμονίες.
Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπ’ όψιν, είναι πιστεύουμε σαφές ότι το «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» αποτέλεσε μέχρι τούδε το ηθικό θεμέλιο μιας σαθρής πνευματικής ζωής που ανα- κυκλώνει ανενόχλητη εδώ και χρόνια, με όπλο τους θεσμούς και την εξουσία, τις φοβίες, τα μικροπολιτικά και μικροπνευματικά συμφέροντα, τους ναρκισσισμούς και τις αρρωστημένες ανασφάλειές της.
Δηλώνουμε, λοιπόν, ευθαρσώς και εξαρχής ότι η παρούσα αντίδρασή μας στον θεσμό των κρατικών βραβείων δεν προκλήθηκε εν βρασμώ ψυχής από προσωπικά συμφέροντα ή από αισθήματα πικρίας ή απογοήτευσης για τη μη βράβευση των βιβλίων μας, ούτε βέβαια στρέφεται εναντίον άλλων πνευματικών δημιουργών.
Αντίθετα, εκδηλώνεται για λόγους θεωρητικούς, παιδαγωγικούς και, πρωτίστως, ηθικούς. Είμαστε, εξάλλου, και οι τέσσερις βραβευμένοι ποιητές. Η μόνη έγνοια μας, επομένως –και εδώ απαντούμε ξεκάθαρα και εκ προοιμίου στα καχύποπτα μυαλά και στα κακά στόματα– δεν είναι με κανένα τρόπο η προσθήκη στον τοίχο της βιβλιοθήκης μας ενός κούφιου διπλώματος ή η κατάθεση στον τραπεζικό μας λογαριασμό ενός πενιχρού, ούτως ή άλλως, χρηματικού ποσού που συνοδεύει ένα κρατικό βραβείο, το οποίο χρησιμοποιείται, μάλιστα, και ως άλλοθι για την ανυπαρξία κρατικής στήριξης προς τους μαχόμενους, μακριά και έξω από κυκλώματα, Κύπριους λογοτέχνες. Αντίθετα, αυτό που θέτουμε αναφανδόν και επί τάπητος σε όλους τους αρμόδιους φορείς και κυρίως στον πνευματικό κόσμο του νησιού είναι ότι μετά την απλή και κοινή διαπίστωση ότι ο θεσμός των κρατικών βραβείων έχει παύσει πλέον να εξυπηρετεί το σκεπτικό δημιουργίας και ύπαρξής του, πρέπει, επιτέλους, να θέσουμε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων και με περίσκεψη και σοβαρότητα να συζητήσουμε τον εκσυγχρονισμό του. Πιο συγκεκριμένα, το σκεπτικό δημιουργίας και ύπαρξης του εν λόγω θεσμού ήταν και παραμένει, εξ όσων ταπεινά γνωρίζουμε, η ανάδειξη και η προβολή αφενός στην κυπριακή κοινωνία της τρέχουσας ανά έτος και άρτιας αισθητικά λογοτεχνικής παραγωγής του τόπου, της επικρατέστερης, τουλάχιστον, και αφετέρου η ηθική και οικονομική στήριξη άξιων πνευματικών δημιουργών που συμβάλλουν στην πνευματική άνωση και η συνεπακόλουθη προβολή τους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;
Πώς πραγματικά εξυπηρετείται το πιο πάνω σκεπτικό, όταν εδώ και χρόνια οι κριτικές επιτροπές των λογοτεχνικών βραβείων (με ελάχιστες εξαιρέσεις) απαρτίζονται συνήθως από μέλη που α) είτε κρίνουν βασιζόμενοι στις προσωπικές τους σχέσεις και ακατανόητα κριτήρια, β) είτε αναλαμβάνουν να κρίνουν επ’ αμοιβή χωρίς στην ουσία να εκτιμούν την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή του τόπου ή να κατέχουν τη δέουσα θεωρητική εξάρτυση και στοιχειώδη γνώση των σύγχρονων λογοτεχνικών τάσεων διεθνώς ή χωρίς ακόμη να διαβάζουν το σύνολο των βιβλίων που καλούνται από το κράτος να κρίνουν, είτε γ) απαρτίζονται από Κύπριους λογοτέχνες προηγούμενων λογοτεχνικών γενεών, που αγκυλωμένοι στο κριτήριο της σφοδρής και εν πολλοίς βάσιμης ανησυχίας τους για την ανοδική αισθητικά πορεία της επόμενης λογοτεχνικής γενεάς τηρούν σκοπίμως σιγήν ιχθύος και καταδικάζουν αβίαστα εις την πυράν αξιόλογα λογοτεχνικά έργα;
Πώς πραγματικά εξυπηρετείται ο ίδιος ο θεσμός, όταν μια κριτική επιτροπή κρατικών βραβείων επιθέτει μια θεσμική βράβευση που, με την απρόσωπη σφραγίδα του κύρους και την υποτιθέμενη απόφανση του αντικειμενικού που μεταφέρει, αποπροσανατολίζει ουσιαστικά το αναγνωστικό κοινό και προβάλλει, εν τέλει, μια στρεβλωμένη εικόνα της ντόπιας παραγωγής είτε αναδεικνύοντας, από τη μια, ανάξια ή μέτριας στάθμης βιβλία, είτε απαξιώνοντας, παραδείγματος χάριν, από την άλλη, παντελώς τη λογοτεχνική παραγωγή ενός έτους;
Με ποια, τέλος πάντων, «λογοτεχνικά κριτήρια», σκοπίμως παραγνωρίζονται ή απαξιώνονται άξια λογοτεχνικά έργα, για τα οποία έχουν εκφραστεί θετικά σημαντικοί ποιητές, κριτικοί και πνευματικοί άνθρωποι σε αναγνωρισμένα λογοτεχνικά περιοδικά όχι μόνο της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και διεθνώς;
Τα πιο πάνω καυτά ερωτήματα παραμένουν εδώ και χρόνια ζωντανά και, ως εκ τούτου, συζητιούνται κάθε χρονιά σε λογοτεχνικούς κύκλους με εξέχον παράδειγμα, βέβαια, τον ποιητή Παντελή Μηχανικό, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι παρέδωσε στις επόμενες γενιές αυθεντικό και πρωτοποριακό έργο, παρέμεινε, ωστόσο, αβράβευτος.
Είναι προφανές, επομένως, και εδώ προτρέχουμε να απαντήσουμε σε τυχόν αμφισβητίες, ότι το ζήτημα ξεπερνά κατά πολύ την κοινή διαπίστωση ότι κάθε βραβείο προϋποθέτει αναπόφευκτα υποκειμενική κρίση, καθώς απονέμεται σε μη μετρήσιμες αντικειμενικώς αξίες, όπως είναι οι καλλιτεχνικές. Και προτρέχοντας πάλι να απαντήσουμε σε αυτούς που θα θελήσουν να αμαυρώσουν ή να διαστρεβλώσουν τις αγνές μας προθέσεις, δηλώνουμε εμφατικά και αμετάκλητα ότι από τούδε και στο εξής και μέχρι να αποκατασταθεί η ηθική και ορθή λειτουργία του θεσμού των κρατικών βραβείων δεν θα καταθέτουμε τα βιβλία μας στον κατάλογο των υπό κρίσιν έργων, γιατί δεν θεωρούμε ότι ο θεσμός λειτουργεί πάνω σε σωστές και ηθικές βάσεις.
Ελπίζουμε με τη δική μας μεμονωμένη αντίδραση να εκφράζου- με και άλλους πνευματικούς δημιουργούς του τόπου, τους οποίους και καλούμε να στρατευθούν μαζί μας. Μόνον έτσι θα δημιουργηθεί μια γόνιμη συζήτηση και θα βγούμε φωτεινοί από το λιμνάζον πνευματικό τούνελ».