Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

"ΠΑΡΑΛΟΓΗ" ΤΟΥ Π.ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ:ΓΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΣΜΕΣ

Με τους ποιητές Μ.Παπαδόπουλο και Π.Νικολαίδη

“Σε αυτή τη σελίδα το χιόνι δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως το πρωί θα’ χει σκεπάσει όλο το ποίημα.”

Είμαι εδώ απόψε να μιλήσω για την “Παραλογή” του Παναγιώτη Νικολαιδη, αφού προηγουμένως έχω “δωροδοκηθεί” κατά καιρούς από μια σειρά εξαίσιων εδεσμάτων που έχει φτιάξει ο ίδιος με τα επιδέξια χέρια του, καθώς και με μπουκάλια κρασιού όλων των χρωμάτων και των γεύσεων που έχει επιλέξει με την μοναδική αισθητική της γευσιγνωσίας του. Ο Παναγιώτης είναι ένας καταπληκτικός μάγειρας, ένας εκλεκτικός εραστής του οίνου αλλά και ένας φίλος. Παρ’ όλα αυτά δεν θα βρισκόμουν εδώ απόψε, και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει, αν ήταν να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο εκτός από ποίηση εμφαντική και ευφραντική. Θα ήταν ίσως λιγότερο καλός ποιητής ο Νικολαϊδης, αν δεν ήταν τόσο γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αν δεν αγαπούσε τόσο τα μικρά του πάθη, για την γαστρονομία, το καλό κρασί, την καλή παρέα και άλλα, πιο πνευματώδη, όπως την εξαντλητική μελέτη του ποιητικού γίγνεσθαι, αν δεν γινόταν φίλος με τα πάθη του, αν δεν τα επεξεργαζόταν και δεν τα εξέλισσε και κυρίως, αν δεν τα κοινωνούσε. Υπάρχουν διαφόρων ειδών κατηγορίες ποιητών, στέκομαι όμως βασικά στις ακόλουθες δυο: Η πρώτη, η εσωστρεφής, δημιουργεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί αφενός η αυστηρή λιτότητα της δράσης, αφετέρου, ο πλεονασμός της εγκράτειας. Κάπου, κάπου αυτή η κατηγορία, πετυχαίνει μερικά καλά ποιήματα, ορισμένες φορές, μερικά σπουδαία ποιήματα, αλλά κατά κύριο λόγο, όσο το συγκεκριμένο είδος σταδιακά μαραζώνει και στερεύει, έχοντας λίγα να αντλήσει από τον εγκλεισμό και την μόνωση του, άλλο τόσο στερεύει και η ποίηση του ή γίνεται πιο σκοτεινή και ερεβώδης ενδεχομένως και πιο ομφαλοσκοπούσα. Η άλλη κατηγορία ποιητών είναι εκείνη που επιζητά και απορροφά τις χαρές της ζωής. Εκείνη που δημιουργεί ζωή και τροφοδοτείται από αυτήν. Μια τέτοια ποίηση στερεύει πιο δύσκολα και εν πάση περιπτώσει διακατέχεται από μια πραϋντική φωτεινότητα. Ο Παναγιώτης Νικολαϊδης κατατάσσεται κατά την άποψη μου στη δεύτερη κατηγορία, στους ποιητές εκείνους που η γεύση και το χρώμα της ζωής, διαποτίζουν και το έργο τους. Ο Νικολαϊδης γράφει κυρίως στην νεοελληνική όμως σε αντίθεση με τους πλείστους σύγχρονους Κύπριους ομότεχνους του, επιδιώκει και την κυπριακή διάλεκτο, είτε ως μοναδικό δομικό υλικό ενός αυτόνομου ποιήματος, είτε ως διάνθισμα ή ακόμα, συνεκτικό αρμό της ποιητικής αρχιτεκτονικής του. Και αυτή του η επιδίωξη που αποτελεί μια θαρραλέα επιλογή, τον δικαιώνει,προσφέροντας σταθερά προστιθέμενη αξία στην “Παραλογή” του, αφού πέραν του αισθητικού αποτελέσματος, αναδεικνύει τον πλούτο που εμπεριέχει ο ιδιότυπος γλωσσικός δυισμός ο οποίος την χαρακτηρίζει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γνωρίζοντας προσωπικά τον ποιητή, μπορώ να ισχυριστώ ότι μέσα στον Νικολαϊδη, συμβιώνει εν αρμονία, ο Ελληνας με τον Κύπριο. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολιτισμικό εγώ που εξωτερικεύεται λογοτεχνικά ψάχνοντας ανάλογους τρόπους έκφρασης και επιχρίοντας γλωσσικά την ποίηση του. Είναι πραγματικά κάτι σπάνιο, σε μια εποχή εθνικής και πολιτισμικής σύγχυσης,να συναντά κανείς έναν τύπο, με συμφιλιωμένες μέσα του τις δυο ταυτότητες:Την ελληνική και την κυπριακή,σε τέτοιο βαθμό, που αυτή η σύζευξη να του επιτρέπει όχι απλώς να κινείται άνετα, αλλά και να τεχνοτροπεί, ανάμεσα σε μια απαιτητική γλώσσα και σε ένα δύστροπο ιδίωμα το οποίο γίνεται ακόμη πιο δύστροπο κατά την μεταφορά του στον γραπτό λόγο.

Παραλογή Α’ ......

Μες στον πόλεμον η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά μες στα αγκάλια της τζι εβούραν
Εν είσεν νερόν Αμαν τζι εγίνην το κακόν τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου τζι εγύρεψεν να με πιάσει
Εν τον εκατάλαβα
Εθώρουν λαλεί η μάνα μου μες στα μάθκιαν του τον φονιάν τζι έκλαια
 Κόμα θθυμούμαι ως την πέμπτη του δημοτικού
έππεφτα με την μάναν μου εξύπνουν λαλεί τζαι που τον φοόν
εν εκλείαν τα μμάθκια μου
Αμαν τζι έφυα να σπουδάσω
εκατάλαβα πόσον τυχερός εν ο κόσμος
που τζοιμάται τζαι ξυπνά χωρίς φόν.


Το κυπριακό ιδίωμα, χωρίς το ιδιοκατάληκτο γνώρισμα, αλλά κυρίως το απογυμνωμένο από το περιττό λίπος της επινόησης, βίωμα- η συγκινητική εξομολόγηση του τρεμάμενου από το φόβο του πολέμου, παιδιού-, όπως με τόση λυρική αφηγηματικότητα και απλότητα παρατίθεται από τον ποιητή, γίνεται θαρρείς νοητός δείκτης υπόμνησης που μας παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές κορυφαίων μας ποιητών όπως οι(Λιασίδης, Μιχαηλίδης κ.α.) . Ακόμη πιο εγγύτερο σε αυτόν το συνειρμό λόγω και της πιο παραδοσιακής μορφής του, είναι το ποίημα:

“Πάροδος η γλάστρα”
Κόμα τζι αν σε στολίσασιν με σχήμα τζαι με χρώμα
Κόμα τζι αν σε φυτέψασιν γλυκάνισον το γιόμαν
τζι εβάλαν σε να σαιρετάς τον ήλιο πα στο δώμαν
εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμα.

Ανάλογα αξιοπρόσεκτη επίδοση παρατηρείται και στα ποιήματα που είναι γραμμένα στη νεοελληνική , δείγμα του ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολυτεχνίτη του ποιητικού λόγου. Ενδεικτικό το ποίημα που σηματοδότησε το εναρκτήριο λάκτισμα αυτής της παρέμβασης. Το άηχο χιόνι που πέφτει πάνω στη σελίδα του ποιήματος, προσομοιάζει με την αγνότητα της δημιουργίας, τροφοδοτούμενης από τη γονιμότητα της συνεύρεσης με την ανεξερεύνητη ερωτική-υπαρξιακή θλίψη. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάτι που με έκανε να σταματήσω, να επικεντρωθώ και να επιστρέφω σε μέρη της “Παραλογής” είναι πρώτα απ’ όλα η αναβλύζουσα βιωματικότητα κάποιων ποιημάτων που κυρίως αφορούν την παιδική ηλικία. Αυτά είναι ίσως και οι θελκτικότεροι προορισμοί για κάθε επισκέπτη της συλλογής. Η “Παραλογή Α’” που ανέγνωσα προηγουμένως αποτελεί πειστικό δείγμα. Το ίδιο και η “Παραλογή Β”, το ίδιο και η “Παραλογή Γ”, η “Νιόβη” καθώς και μερικά άλλα. Σε αυτά τα ποιήματα, ο ποιητής καταφέρνει να τιθασεύει και να δαμάσει την ορμητικότητα της ποιητικής πνοής, να την πείσει να υποταχθεί στη δική του στόχευση με εργαλεία την οικονομία του λόγου, την καίρια αντίληψη πρόσθεσης και αφαίρεσης, την αυθεντικότητα της σύλληψης του υπό διαπραγμάτευση θέματος. Η προβολή και η συχνή επίκληση δυο γυναικείων μορφών, αυτών της μάνας και της γυναίκας-συντρόφου-συζύγου, ο ισορροπημένος χειρισμός και αλληλοσυσχετισμός της χρονικής, αριθμητικής και ποιοτικής δοσολογίας τους με τα ποιητικά ζητούμενα, εκπληρώνουν την ανάγκη του Νικολαϊδη,να εξορκίσει αφενός τις μνήμες-φαντάσματα της παιδικής ηλικίας, αφετέρου να εντάξει χωρίς απώλειες, φθορές αλλά και υπερβολές, τη σημασιολογική τους ύπαρξη στο σήμερα και το αύριο. Δύο γυναικείες μορφές καθαγιασμένες, αμόλυντες, φωτισμένες αλλά και στιβαρές, εκπροσωπούσες μια ολόκληρη οντολογία νοημάτων, ώστε να αντέξουν το βάρος της αδιάλειπτης παρουσίας τους,την ευθύνη που εναποθέτει σε αυτές ο ποιητής για το ότι υπάρχει και συνεχίζει. Μέσω τους, ο ποιητής, βλέπει και εκπέμπει την αγάπη, το φως, την ελπίδα.

 Παραλογή Δ’ στην Μαριάννα

Η αγάπη μας είναι ένα δέντρο
Γι’ αυτό κατεβαίνουν τα πουλιά από το ξέφωτο
και τα παιδιά τραγουδάνε ξυπόλητα τα μεσημέρια
Είν’ η αγάπη μας δέντρο
όταν η μέρα σπάζει σαν κλαδί
κι εμείς έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε
Η αγάπη μας είναι δέντρο
ραγίζει πριν γκρεμμιστεί
πατούμε γερά στο ένα κλαδί
προτού ραγίσουμε το άλλο.

Είναι βαθιά μου πεποίθηση πώς ένας κάπως ασφαλής τρόπος για να κρίνει κανείς μια ποιητική συλλογή είναι να προσμετρήσει τους εξής τρεις παράγοντες: -Ποιά ύψη διεκδικούν τα καλύτερα ποιήματα της; -Πόσο βαθιά σε χώμα λήθης πρέπει να θάψεις τα χειρότερα; -Προς τα πού δείχνει ο δείκτης ποιότητας των περισσότερων; Ο Νικολαϊδης χρησιμοποιώντας ή όχι το κυπριακό ιδίωμα και έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, πετυχαίνει σε αρκετά ποιήματα το ποθούμενο της κορύφωσης, με νοηματικό αναμεταδότη, άλλοτε το προσωπικό βίωμα, άλλοτε τον μύθο. Τα καλύτερα των επιτευγμάτων του θα τον συνοδεύσουν στις μελλοντικές αναμετρήσεις με τον χρόνο. Ελένη Στέκεται στην κουζινα Η βρύση τρέχει κι ό χρόνος τρέχει κι ίσως γι’αυτό βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι αποπειράται να μεταφράσει τον άνεμο Πίσω από τον ήχο η βρύση τρέχει κι ο χρόνος τρέχει Το ένα της μάτι δακρύζει το άλλο ορθάνοιχτο. Μια σειρά άλλων ποιημάτων συνιστούν ένα σημαντικό απόθεμα για τη συλλογή, ενώ οι ατυχείς δοκιμές υφίστανται αλλά είναι λίγες. Ομως ακόμα και αυτές, μέσα στο γενικότερο πνεύμα του βιβλίου, οριοθετούνται ως αναγκαίες ανεμόσκαλες, για να ανεβούν και να φωλιάσουν στους πρόποδες του ουρανού, όσα ποιήματα είναι προορισμένα για τέτοια ύψη. Εξάλλου, τι άλλο είναι η ποίηση από μια προσπάθεια μέσα από χιλιάδες ανεπιτυχείς απόπειρες να γράψεις πέντε ποιήματα που θα μείνουν; Η διαλεκτική της πλήρους επάρκειας με εκείνην της λιγότερης, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, διακλαδώνεται και δεν αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα, επειδή οι πυλώνες της ποίησης του Νικολαϊδη δεν είναι εύθραυστοι, αλλά ανυπέρβλητοι και αλύγιστοι σαν πλάτανοι.
 Κλείνω αναφέροντας μια σειρά από σκέψεις που επανέφερε στο μυαλό μου η ανάγνωση της “Παραλογής”:

 -Η τέχνη σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να είναι τρομαχτική. Να σε κάνει να συνέρχεσαι από την πραγματικότητα Xρόνος, είναι η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, συγκλονισμένοι, απελπισμένοι, εκστασιασμένοι, επαναστατημένοι. Το υπόλοιπο διάστημα είναι ο δρόμος που σε κρατά μακριά από την κρισιμότητα της έξαψης.
 -Σε τι διαφέρει αυτός από τους άλλους; Οι ιδέες του φυτρώνουν
 -Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους
 -H αοριστία και η γενίκευση είναι θανάσιμοι εχθροί της ποίησης
 -Είναι καλύτερα να διαβάσεις ένα σπουδαίο ποίημα 1000 φορές παρά 1000 ποιήματα που δεν θα θυμάσαι.
 -Ποίηση δεν είναι να περιγράψεις το βουνό, τη θάλασσα, το συναίσθημα, το πλήγωμα με ωραίες λέξεις, αλλά να πεις αυτό που είσαι εσύ μπροστά τους. Τότε θα αρχίσουν να έρχονται και οι λέξεις.

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

"ΚΟΥΜΠΩΜΕΝΑ ΣΧΗΜΑΤΑ": Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟΥ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥ

Μια σειρά συγκυριών είναι δυνατό να φέρει στο δρόμο μας ένα μικρό θαύμα ή μερικά μικρά θαύματα. Είναι κάτι που το πιθανότερο δεν θα συμβεί και δεν έχει συμβεί σε πολλούς. Οσοι όμως το έχουν βιώσει, αισθάνονται προνομιούχοι και ευλογημένοι.

Ηταν λοιπόν ευλογία για μένα όταν η Δέσποινα Πυρκεττή με ρώτησε μια μέρα: “Θέλεις να δεις αυτά τα ποιήματα”;

Ετσι στο δρόμο μου βρέθηκαν τα “Κουμπωμένα Σχήματα” και η ποίηση του Γιώργου Ταρδίου.

Εικόνες της παλιάς Κύπρου με τις τραγικές προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων της ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου, μέσα από την γραφή ενός πραγματικού καλλιτέχνη, όπως τον αποκάλεσε ο Τεντ Χιουζ.

Τι περισσότερο λοιπόν μπορεί η δική μου ταπεινή φωνή να προσθέσει για την ποίηση του Ταρδίου όταν γι’ αυτήν έχει μιλήσει τόσο εγκωμιαστικά ένας εκ των σπουδαιότερων;

Ισως το μοναδικό που δεν θα μπορούσε να πει ένας εξέχων Αγγλος ποιητής επειδή είναι Αγγλος και όχι Κύπριος: ότι η ποίηση του Ταρδίου και τα “Κουμπωμένα Σχήματα” συγκεκριμένα, όπως αριστοτεχνικά μεταστεγάστηκε στην ελληνική, αποτελεί μια νοητή γέφυρα που ενώνει με πληρότητα, ποιητική και μεταφραστική, τις δυο λογοτεχνίες.

Στιγμιότυπο από τη χθεσινή παρουσίαση των "Κουμπεμένων Σχημάτων" στο
  Point Centre for Contemporary Art    στη Λευκωσία. Απεικονίζεται ο ποιητής Γιώργος Ταρδίος
Ο Ταρδίος έζησε σχεδόν ολόκληρη την όχι εύκολη ζωή του στην Αγγλία, όμως, παρέμεινε πιο Κύπριος και από τους Κύπριους. Προφανώς επειδή η μάνα του έκανε σπουδαία δουλειά στην καλλιέργεια αυτής της αγνής αγάπης προς τον τόπο, η μάνα του στην οποία είναι αφιερωμένη η συλλογή. Ο Ταρδίος μπορεί να γράφει στα αγγλικά, ωστόσο ο ψυχισμός του είναι γνήσια κυπριακός γιατί τα πιο ισχυρά του βιώματα, μετασταλαγμένα στην ψυχή του από τις συγκλονιστικές μητρικές αφηγήσεις, τον κράτησαν δεμένο με τον τόπο. Οι συχνές επισκέψεις του σε ολόκληρη σχεδόν την Κύπρο πότισαν τη νοσταλγία του για να μην ξεραθεί.

Ιδού όμως το παράδοξο. Ενώ το κυπριακό μοτίβο του Ταρδίου, με το κυπριακό βίωμα που μεταφέρει, αναγκαστικά εγκιβωτίζεται στην αγγλική -μια γλώσσα με τεράστια πολιτισμική χωρητικότητα, και νομίζεις ότι εκεί θα διασκορπιστεί, θα εξουθενωθεί και εν τέλει θα εξασθενήσει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Το μοτίβο και το βίωμα αποδεικνύονται πιο πληθωρικά και ανθεκτικά για την χωρητικότητα της γλώσσας αυτής, η γλώσσα εν τέλει υποκλίνεται στη δύναμη τους.

Διαβάζοντας τα “Κουμπωμένα Σχήμααα” διαπιστώνει κανείς ότι ο ποιητής πετυχαίνει κάτι πρωτοφανές: να συναρμόσει ομαλά το ύφος μια γραφής σαφώς οριοθετημένης από την αισθητική της αγγλικής ποιητικής τεχνικής, με μια θεματική γνήσια κυπριακή .

Οι λέξεις στο ποιητικό σύμπαν που πλάθει ο Ταρδίος καθυποτάσσονται, αφοπλίζονται από τα δικά τους όπλα και οπλίζονται με τα όπλα της ποιητικής του για να πουν επακριβώς αυτό που θέλει εκείνος, όχι αυτό που θέλουν αυτές, ώστε να να αναδείξουν τη δική του οδύνη και όχι αυτήν την οποία ήταν προορισμένες να περιγράψουν.

Η ποίηση του Ταρδίου συνδυάζει επίσης δυο σπάνια και εκ πρώτοις όψεως συγκρουόμενα χαρακτηριστικά: τη μεγαλοπρέπεια και την ταπεινότητα. Την λάμψη της έμπνευσης και της μετουσίωσης σε ποιητικό πύκνωμα, αλλά και τη χαμηλοφωνία. Ο Ταρδίος είναι πανταχού παρών σε κάθε ποίημα, όμως για να τον βρεις πρέπει να ψάξεις. Το πρώτο πρόσωπο, ενώ φαινομενικά αποτελεί κυριαρχικό αναφορικό στοιχείο, στην πραγματικότητα είναι το «εγώ» ενός σχεδόν ντροπαλού και απίστευτα διακριτικού παρατηρητή των συμβάντων. Ο Ταρδίος στα “Κουμπωνένα Σχήματα” είναι η ποίησή του, οι στίχοι, οι ιστορίες που διηγείται, είναι το ψηφιδωτό της μνημονικής του ύπαρξης.

Πρόκειται για μια ποίηση που επικοινωνεί και αφυπνίζει και τις πέντε αισθήσεις αλλά και ακόμη μία που ακόμη δεν έχει επακριβώς ονομαστεί: Την αίσθηση της μνήμης. Στα ποιήματα των ‘Κουμπωμένων Σχημάτων”, η μνήμη μετατρέπεται σε ένζωο πίνακα, οι λέξεις μυρίζουν γιασεμί, η αφή των πραγμάτων ανασταίνεται, τα κύματα της θάλασσας της Κερύνειας παφλάζουν, τα ουρλιαχτά των σφαγμένων αντηχούν, το παραλήρημα των τρελών τρομάζει.

Η Κύπρος δεν θα μπορούσε να βρει διεισδυτικότερο πρεσβευτή του πολιτισμού της στην αγγλική γλώσσα από τον Ταρδίο.

Με τα “Κουμπωμένα Σχήματα”, αφενός η ίδια η αγγλική ποιητική γλώσσα διευρύνεται και πρέπει να επαίρεται για ένα τέτοιο υψηλή αισθητικής και πνοής έργο, αφετέρου, η ελληνική γλώσσα, ανασκιρτά και καλωσορίζει έναν μεγάλο ποιητή ο οποίος μετά από αντίξοο ταξίδι χρόνων, επιστρέφει στη γλώσσα του, κρατώντας έναν χαμένο θησαυρό, κτήμα του οποίου ελπίζω να γίνουν οι τωρινές και οι επόμενες γενιές.

Εγώ προσωπικά θα ήθελα να τον ευχαριστήσω βαθιά. Τα “Κουμπωμένα Σχήματα” μου ανανέωσαν την πίστη στην ποίηση. Ο Ταρδίος μου έδωσε ξανά ελπίδα.

Γιώργο Ταρδίε, νοσταλγικέ εξόριστε όπως ο ίδιος χαρακτήρισες τον εαυτό σου στη συνέντευξη που είχαμε το 2017 κάνει, καλωσόρισες στη γλώσσα σου.


Buttoned-up Shapes: The return of a “nostalgic exile”

by Yiorgos Christodoulides


A sequence of random events can bring unto our path a small miracle.

It is something highly unlikely to happen. But those who have experienced it, have every right to feel privileged and blessed.

It was, therefore, a blessing that Despina asked me one day “Would you take a look at these poems I’ve translated?”

And thus I was introduced to George Tardios’ ‘Buttoned-up Shapes”.

Images of an island of the times now gone, recounting tragic stories through the pen of a true artist – in the words of Ted Hughes.

What more can I add to descriptions of Tardios’ poetry when one of the greatest has spoken of it in words so ennobling?

Just one thing, perhaps, that a leading English poet could not have said, precisely because he is English and not Cypriot: that Tardios’ poetry and, in particular, “Buttoned-up Shapes”, skillfully rendered into the Greek language, crafts an imaginary bridge that, perhaps for the first time so adequately and seamlessly, joins together these two literary genres – poetics and translation.

Tardios has lived the largest part of a not-so-easy life in England; but he remained more Cypriot than most Cypriots. Evidently because his mother did a great job in cultivating his love of his ancestors’ land. The book is dedicated to her. Tardios may be writing in English, but his temperament is genuinely Cypriot as his most potent experiences, transfused into his soul through poignant maternal storytelling, have kept him bound to the island. His frequent visits across Cyprus have watered his nostalgy lest it dried out.
But here’s the paradox: whilst Tardios’ Cypriot pattern, and the Cypriot idiom contained within it, is necessarily interpolated in English – a language boasting immense multicultural capacity – having you think it will gradually dissipate, fade and finally recede, it is exactly the opposite that happens: the pattern and the idiom are proven larger than the capacity of the English language: and so the language bends to accommodate their poignancy.

Reading “Buttoned-up Shapes” one realizes that the poet achieves an unprecedented achievement: to smoothly interweave a writing technique that is clearly designated by the esthetics of English poetics with an authentically Cypriot thematic focus. Words submit to his poetry, disarmed of their own weapons and clad with the weapons of his own style in order to designate exactly what he wants: to bring out his own affliction and not the affliction they were initially meant to denote.

Tardios’ poetry also combines two rare and seemingly conflicting features: magnificence and humbleness. He is omnipresent in every poem, but to find him you need to delve into his poetry. The first person, whilst apparently a dominant referential pattern, is in reality the “ego” of an almost shy and incredibly discreet observer. Tardios in “Buttoned-up Shapes” is his poetry. The stories he relays are the mosaic of his mnemonic being.

This is poetry that awakens all five senses – plus one more: the sense of memory. In his poems, memory becomes embodied in a living painting, the words smell of jasmine, the texture of things ripples, the waves in the sea of Kyrenia roar, the howling of the slaughtered resonates, the delirium of the maddened becomes visceral shudder.

Cyprus could not have found a more pervasive ambassador of its culture in the English language than George Tardios.

With “Buttoned-up Shapes”, English poetry becomes expanded to proudly take in Cypriot themes and, at the same time, the Greek language humbly receives a great poet who, after an arduous journey of many years, now returns to his maternal language with a treasure that will hopefully be bequeathed to generations to come.

I would personally like to extend my deep gratitude to him. His poetry has renewed my faith in this art; it has given me hope.

George Tardios, nostalgic exile, as you described yourself in our interview, welcome to your mother tongue! 

 
  translated by Despina Pirketti