Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

"ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ"

Ανάμεσα, στα αξιόλογα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό είναι και η ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη που φέρει τον τίτλο «Πληγείσες περιοχές» και συμπληρώνεται με τον επίτιτλο «Γυμνές ιστορίες». Και ομολογώ πως, στα σαράντα τόσα χρόνια που διαβάζω ποίηση, πρώτη φορά συνάντησα βιβλίο με τόσο έντιμο και αποκαλυπτικό τίτλο! Όμως για τον επίτιτλο «Γυμνές ιστορίες» θα επανέλθω στη συνέχεια για ν’ αντιληφθείτε γιατί τον χαρακτήρισα «έντιμο» και «αποκαλυπτικό».
 
Η ποιητική συλλογή «Πληγείσες περιοχές» φαινομενικά παρουσιάζεται σαν ένα βιβλίο που περιέχει απλή και κατανοητή ποίηση. Αυτό όμως είναι παγίδα και αλίμονο

στον αναγνώστη αν πέσει σε αυτή την πλάνη. Θα αποτύχει, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει και να νιώσει την απόλυτη ουσία που περιέχει η ποίηση του Χριστοδουλίδη. Γιατί το βιβλίο, όπως διαπιστώνω, είναι καλά δομημένο από το δημιουργό του, όπου στόχευσε και επεδίωξε να φτιάξει και να περιλάβει σε αυτό μια ποίηση από τα πιο άπλα και ταπεινά υλικά, προς Θεού δεν εννοώ ευτελή υλικά, και που στο τέλος, χάρη στη μαστοριά του, μέσα από αυτά τα καταφρονεμένα υλικά της γλώσσας μας, κατορθώνει να μας μυήσει σε μια πανανθρώπινη και αξιοθαύμαστη τέχνη.

Συνεπώς το βιβλίο αντέχει σε πολλές αναγνώσεις. Θέλω να πω επιδέχεται πολλές αναγνώσεις όπου σε κάθε νέα ανάγνωση ο αναγνώστης ανακαλύπτει και κάτι το καινούργιο. Δηλαδή, στο βάθος του βιβλίου, μέσα στις σελίδες του, υπάρχουν πολλοί «μεσότοιχοι» όπου ο αναγνώστης πρέπει να τους γκρεμίσει, είτε με τα χέρια του είτε με την βαριοπούλα, για να εισχωρήσει εντός του και να φθάσει στην ποιητική ουσία του. Γι αυτό ανάφερα προηγουμένως ότι η απλότητα μπορεί να είναι και μία πλάνη για τον αναγνώστη.

Θα προσπαθήσω στην συνέχεια και εν συντομία να δώσω μερικά μόνο χαρακτηριστικά της ποίησης που περιέχει η συλλογή «Πληγείσες περιοχές».
-1ον Όλα σχεδόν τα ποιήματα της έκτης συλλογής του Γιώργου Χριστοδουλίδη ή, οι «γυμνές ιστορίες» του, όπως θέλει να τις αποκαλεί ο ποιητής, που είναι ασφαλώς και η πιο ώριμη του δουλειά του, είναι κατασκευασμένα από στίχους εντελώς απογυμνωμένους, μέχρι που ο αναγνώστης φθάνει στο σημείο να έχει την εντύπωση πως έχει μπροστά του ένα γεύμα από κόκαλα και όχι ένα γεύμα από ψαχνό κρέας. 
«Ναι, έτσι σας θέλω, λιπόσαρκους/ να φαίνονται τα κόκαλά σας», λέει ο Κώστας Μόντης σε κάποιους εφιαλτικούς στίχους του, τους οποίους είχα συνεχώς μπροστά μου όταν διάβαζα τις «Πληγείσες περιοχές».
Δηλαδή, τα ποιήματα του Γιώργου Χριστοδουλίδη στο μεγαλύτερο μέρος τους, είναι χαμηλόφωνα και έχουν το ύφος μιας κουβέντας. Εννοώ πως αρχίζουν σαν μια κουβεντούλα με εξομολογητικό χαρακτήρα, που έχει ταυτόχρονα και τη θέρμη της προφορικής ομιλίας. Αυτή η κουβεντούλα είναι φτιαγμένη από κοινότοπες φράσεις, εντελώς απαλλαγμένη από την επιτήδευση και τη βαρύτητα του αισθήματος, με αποτέλεσμα να διερωτάσαι που είναι η ποίηση σε αυτά τα ποιήματα. Προς το τέλος όμως του ποιήματος, σαν επιμύθιο, και μάλιστα εξαιρετικής πυκνότητας, το ποίημα ολοκληρώνεται με δύο ή τρεις περίτεχνους στίχους, όπου εκει υπάρχει όλη η ποιητική ουσία, ο στοχασμός και ο απώτερος στόχος του ποιητή. Δηλαδή σε αυτό το επιμύθιο κρύβεται και φανερώνεται μαζί η ποίηση.
 
-2ον: Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης, πολλές φορές, στα ποιήματα του, στην εν λόγω συλλογή του, κάνει χρήση της πολυσημίας των λέξεων έτσι που πρέπει να αναζητούμε κάθε φορά με ποια έννοια τις χρησιμοποίησε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα «Η Φοινικιά».

Τυχαία πριν από χρόνια
βρήκα μια φοινικιά πεταγμένη
στο περιβόλι του πατέρα
ήταν δεν ήταν όσο το χεράκι ενός παιδιού
μην τη φυτέψεις χαμένος κόπος
μου είχε πει
δεν τη βλέπεις;
Την πήρα και τη φύτεψα.
Αν έρθει κανείς τώρα στον κήπο μου
θα δει μια θεόρατη φοινικιά
να ρίχνει κλαδιά στην άυλη του γείτονα
και να τραγουδά
κι όταν με ρωτούν πόσα παιδιά έχω
λέω πέντε και το ένα παραλίγο να πεθάνει.



 
-3ον Στην καινούργια συλλογή του, ο Γιώργος Χριστοδουλίδης αντλεί στοιχεία από την πρόσφατη Ιστορία της Κύπρου, κυρίως από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, τα οποία μεταπλάθει και ενσωματώνει αποτελεσματικά στην ποίησή του.
Η κυπριακή Ιστορία, είτε είναι καταγραμμένη σε βιβλία, είτε είναι προφορική μαρτυρία, από στόμα σε στόμα, άρχισε να καταλαμβάνει χώρο στην ποίησή του, γεγονός που δεν συνέβαινε στην προηγούμενη δουλειά του. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα «Πραγματικοί κερατάδες», με την επεξηγηματική σημείωση στο τέλος του ποιήματος «Σκηνή από την 17η Ιουλίου 1974», «Ο γέρο Γιωρκής», «Το συρτάρι» και άλλα.

4ον Οι ήρωες του Χριστοδουλίδη είναι απλοί, καθημερινοί και ανθρώπινοι. Είναι δηλαδή ζωντανοί και ενδιαφέροντες άνθρωποι, είτε αυτοί είναι τα μικρά παιδιά που παίζουν στην αυλή της πολυκατοικίας ή του συνεργείου επιδιόρθωσης ποδηλάτων, είτε είναι ο καλοκάγαθος τύπος, ονόματι Ανδρέας, που τον συναντά ο ποιητής κάποτε στην υπεραγορά και κάποτε στα δημόσια ουρητήρια ή είναι οι αιωνόβιοι της Ινδίας που «πίνουν νερό και τρώνε ήλιο». Αυτό δείχνει πως για τον αληθινό ποιητή όλα τα υλικά που έχει στη διάθεσή του είναι εκμεταλλεύσιμα, και ότι την ίδια αξία έχει η ανθρώπινη ψυχή σε όποιο κοινωνικό στρώμα κι αν ανήκει. Ο ήρωας του είτε ανήκει στην κατηγορία των πλουσίων είτε ανήκει στην κατηγορία των φτωχών, για τον Χριστοδουλίδη αντιμετωπίζεται με τα ίδια αξιολογικά μέτρα.

5ον: Στη συλλογή κυριαρχεί το δίπολο Ζωη-Θάνατος. Tα στοιχεία αυτά γίνονται ο βασικός νοηματικός ιστός πάνω στον οποίο θεμελιώνονται  αρκετά ποιήματα όπως π.χ το ποίημα «Οι επιζώντες».

6ον: Στην ποίηση του Χριστοδουλίδη υπάρχει μια  παιγνιώδης και αυτοσαρκαστική διάθεση. Εννοώ πως κάνει χιούμορ και λογοπαίγνια στην ποίησή του, που απευθύνονται άλλοτε στον εαυτό του και άλλοτε στον αναγνώστη. Υπάρχουν όμως και σημάδια απογοήτευσης αλλά και έντονης αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα να φθάνει στο σημείο ο ποιητης να δηλώνει πως «μόνο οι πραγματικά σκοτωμένοι/ γίνονται σπουδαίοι ποιητές». Όλα αυτά τα στοιχεία όμως, προκαλούν κάποια μαγεία, ερεθίζουν τα συναισθήματα, κινούν το ενδιαφέρον και επιφέρουν έλξη στον αναγνώστη. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα «Χριστούγεννα 2015», «Συγκομιδή», «Όχι πραγματικά σκοτωμένος».

7ον: Ο Χριστοδουλίδης, στην παρούσα συλλογή του, παρουσιάζεται ως ποιητής του Άστεως. Δηλαδή το σκηνικό μέσα στο οποίο λειτουργεί η φαντασία του είναι αυτό της πόλης, όπου εκεί συντελείται η τραγωδία των ανώνυμων ανθρώπων αλλά και η δική του τραγωδία, εκεί δηλαδή που οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν. Σίγουρα, δεν τον εμπνέει η ύπαιθρος ή, να το πω αλλιώτικα, δεν μπορεί να έχει ποιητικά ερεθίσματα από τη φύση. Παρουσιάζεται σαν ένας αθέατος παρατηρητης όπου από μακρυά ή από ψηλά καταγράφει εικόνες, άλλοτε ευρισκόμενος στην κερκίδες ενός γηπέδου και άλλοτε ευρισκόμενος στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας. Στη συνέχεια, ο ποιητής, στο γραφείο του ή στο εργαστήριο του, γίνεται ο αληθινός χρονικογράφος του καιρού του, εφόσον αυτές τις εικόνες τις καταγράφει στο χαρτί, τις επεξεργάζεται και στο τέλος τις μετατρέπει σε ποιήματα υψηλής αισθητικής.

8ον : Η οργανική πεζότητα που χαρακτηρίζει την τελευταία ποιητική δουλειά του Χριστοδουλίδη φέρνει στη μνήμη μου, έντονα μάλιστα, την ποίηση του κορυφαίου ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Μανόλη Αναγνωστάκη. Με αυτό ασφαλώς δεν εννοώ πως ο Χριστοδουλίδης αντιγράφει ή μιμείται την ποίηση του Θεσσαλονικιού ποιητή. Αντιθέτως, ο επηρεασμός, αν υπάρχει τελικά επηρεασμός,  αυτός παρουσιάζεται αρκετά αφομοιωμένος και χωνεμένος στην ποίησή του.
Ας μην μας διαφεύγει εξάλλου, και η εξής λεπτομέρεια του: Η πρώτη ενότητα της συλλογής του τιτλοφορείται «Το παιδί», όπου περιλαμβάνει ποιήματα εμπνευσμένα ή αφιερωμένα σε παιδιά. Συγκεκριμένα, τα πρώτα τρία ποιήματα, αν δεν κάνω λάθος, ο ποιητής τα αφιερώνει στα παιδιά του. Είναι ποιήματα παραινετικό, γεμάτα στοργή και αλήθειες. Αξίζει όμως να θυμηθούμε πως στη τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη, που τιτλοφορείται «Ο Στόχος», υπάρχει και το υπέροχο ποίημα «Στο παιδί μου...», όπου εκεί ο μεγάλος ποιητής προτρέπει να λέμε αλήθειες στα παιδιά, δηλαδή να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και όχι με παραμύθια. Έχω την εντύπωση όμως πως αυτή η σύμπτωση δεν είναι τυχαία.

Σε αυτό το απλό σχέδιο προσέγγισης της ποίησης του Γιώργου Χριστοδουλίδη προσπάθησα να φέρω στην επιφάνεια κάποια αδρά χαρακτηριστικά της, όπως τα εισέπραξα διαβάζοντας την τελευταία συλλογή του. Μια ποίηση, όπως ανάφερα, που αναφέρεται σε πράγματα συγκεκριμένα και οι στίχοι της χαρακτηρίζονται γενικά από σαφήνεια και πληρότητα νοήματος. Αυτή η επιτυχία φυσικά οφείλεται σίγουρα στο μεγάλο ταλέντο και το οξύ αισθητήριο του δημιουργού τους, όπου συνδυασμένα με την σκληρή δουλειά και την αφοσίωση κατάφερε να οικοδομήσει μία γνήσια και αληθινή ποιητική φωνή. Αυτά όλα, ασφαλώς, είναι ικανά τεκμήρια για να μας πείσουν πως η ποίηση του Χριστοδουλίδη έχει όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά για να αντιμετωπίσει το αδυσώπητο χρόνο. Και τώρα και στο μέλλον. Ταυτόχρονα τον κάνει να ξεχωρίζει ως μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ποιητικές φωνές της γενιάς του.