Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Οταν ο οδοστρωτήρας αναβοσβήνει τα φωτάκια του

Με έκπληξη και προβληματισμό, πιστεύω, πληροφορήθηκε η κυπριακή κοινωνία την ενέργεια της Νομικής Υπηρεσίας του κράτους να προχωρήσει σε δίωξη του πρώην Υπουργού Εμπορίου/Κυβερνητικού Εκπροσώπου/Υπουργού Εξωτερικών και πολιτικού αντίπαλου της παρούσας κυβέρνησης, Γιώργου Λιλλήκα αναφορικά με υπόθεση παροχής αποζημιώσεων σε αγελαδοτρόφους.

Πρόκειται για μια πρωτοφανή στα κυπριακά χρονικά εξέλιξη, όπου ένα πολιτικό πρόσωπο διώκεται για μια συλλογική απόφαση που λήφθηκε από τη συντεταγμένη πολιτεία και δη το Υπουργικό Συμβούλιο. Μέχρι σήμερα τέτοιου είδους αποφάσεις κρίνονταν αποκλειστικά με πολιτικά κριτήρια και η Εισαγγελία δεν είχε προχωρήσει σε διώξεις εκείνων που τις είχαν προωθήσει, ή είχαν εμπλακεί στη διαμόρφωση τους.

Η πιο πρόσφατη-ας πούμε-απόπειρα πολιτικής δίωξης, που τελικά έληξε «άδοξα» λόγω της ανύπαρκτης υπόστασης της, αφορούσε τον υποτιθέμενο διαχειριστή μιας διαδικτυακής ιστοσελίδας που και πάλι κατά διαβολική σύμπτωση, ασκούσε δριμεία κριτική στην παρούσα κυβέρνηση…

Στην περίπτωση όμως του κ. Λιλλήκα, εκτός του ότι η ενέργεια της Εισαγγελίας ανοίγει επικίνδυνους δρόμους στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και δραστηριότητας, προκαλεί και εύλογες απορίες όσον αφορά την επιλεκτικότητα της, δηλαδή να καταδιώξει έναν πολιτικό ο οποίος βρίσκεται στην αντίπερα, από την κυβέρνηση, πολιτική όχθη. Έναν πολιτικό, ο οποίος στις Προεδρικές Εκλογές του 2008, είχε δεχθεί δημόσια και ξεκάθαρη προειδοποίηση από το σημερινό κάτοχο του Υπατου αξιώματος της πολιτείας μας, ότι θα ισοπεδωθεί από τον οδοστρωτήρα του κόμματος του, εξαιτίας της απόφασης του, να υποστηρίξει όχι αυτόν, αλλά τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο.

Τα ερωτηματικά και η καχυποψία αναφορικά με την εν λόγω δίωξη, πληθαίνουν αν αναλογιστεί κανείς ότι για πολύ σοβαρά θέματα που προέκυψαν στον τόπο μας τον τελευταίο καιρό, καμία νομική διαδικασία εναντίον πολιτικών προσώπων ή υφιστάμενων τους που δέχονταν απευθείας εντολές από αυτούς, δεν έχει κινηθεί και ούτε φαίνεται πως θα κινηθεί.

Πιο συγκεκριμένα, για την καταστροφή στο Μαρί και τη δολοφονία 13 συνανθρώπων μας, η Πολιτεία με τα συντεταγμένα όργανα της, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κανένα πολιτικό πρόσωπο δεν οδήγησε ενώπιον δικαστηρίου.

Το ίδιο συνέβη και στην υπόθεση του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, ο διορισμός του οποίου από το Υπουργικό Συμβούλιο κρίθηκε από το Δικαστήριο παράνομος, με αποτέλεσμα το κράτος να απολέσει δεκάδες εκατομμύρια σε πρόστιμα, τα οποία η ΕΠΑ είχε, προ της ακύρωσης του διορισμού, είχε εκδικάσει. Και σε αυτή την περίπτωση, το θέμα των ευθυνών δεν ανακινήθηκε διόλου από τους αρμοδίους. Προφανώς τα δεκάδες εκατομμύρια που χάθηκαν, θα κληθούν να τα πληρώσουν οι πολύτεκνοι και οι υπάλληλοι του δημόσιου και ημιδημόσιου τομέα.

Τι άλλο να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το θέμα με τον παραιτηθέντα επικεφαλή για την προετοιμασία της Κυπριακής Προεδρίας, όπου και πάλι η Νομική Υπηρεσία, ενώ μπορούσε, αν ήθελε, να κινηθεί νομικά, δεν το έπραξε;

Τις «εντολές» αρκετών….ιδιαιτέρων γραμματέων σημαινόντων προσώπων της δημόσιας ζωής- μερικοί εκ των οποίων διατελέσαντες και πάροικοι του Προεδρικού-, για προσλήψεις, προαγωγές κλπ στην ΕΦ και αλλού; Παρότι το ρουσφέτι συνιστά με βάση τη νομοθεσία ποινικό αδίκημα, ούτε σε αυτές τις περιπτώσεις η αρμόδια αρχή κινήθηκε προς δικαστικές οδούς.

Διερωτάται λοιπόν η κοινή γνώμη: Προς τι αυτή η επιλεκτική ευαισθησία για μια απόφαση παροχής αποζημίωσης προς όφελος των αγελαδοτρόφων, η οποία επειδή για διάφορους λόγους δεν υλοποιήθηκε, η συμπαθής αυτή ομάδα αποφάσισε να προσφύγει στη δικαιοσύνη διεκδικώντας την καταβολή της;

Μήπως για να δράσουν ή το αντίθετο, δηλαδή να μην δράσουν, οι αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους, θα πρέπει πρώτα να πάρουν το πράσινο ή το κόκκινο, ανάλογα, φως που εκπέμπουν τα λαμπάκια του οδοστρωτήρα; ‘Η χειρότερα, μήπως τελικά σε οδοστρωτήρα άρχισε να μετατρέπεται το ίδιο το κράτος και οι θεσμοί του;