Σάββατο 10 Απριλίου 2010

ΤΙΤΛΟΣ:Η ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΘΝΗΣΙΓΕΝΗ ΛΥΣΗ

Toυ Γιώργου Χριστοδουλίδη

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη υποσχόμενος δίκαιη λύση στη βάση αρχών. Μας έφερε την εκ περιτροπής προεδρία που καταργεί κάθε έννοια δημοκρατίας και μια διαδικασία σταθμισμένης ψήφου που υποδιαιρεί τη ψήφο των Ελληνοκυπρίων τόσες φορές, ώστε να χάνει κανείς το λογαριασμό.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη υποσχόμενος ότι θα επιδιώξει μια λύση που θα αίρει τον εποικισμό. Με το καλημέρα αποδέχθηκε την παραμονή 50,000 εποίκων.

O Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατία ως θεματοφύλακας του Συντάγματος αποδέχθηκε έννοιες όπως είναι ο «συνεταιρισμός» και τα «συνιστώντα κράτη» οι οποίες επιφέρουν καίρια πλήγματα στο ενιαίο του κράτους.

Υποσχέθηκε ότι δεν θα προχωρούσε σε απευθείας συνομιλίες χωρίς την εξεύρεση κοινού εδάφους. Προχώρησε.

Οφείλει να καταδεικνύει την παράνομη υπόσταση του ψευδοκράτους. Αντί τούτου, αναμίχθηκε στις ψευδοεκλογές που διεξάγονται κατά παράβαση αποφάσεων του ΣΑ του ΟΗΕ στην κατεχόμενη και ελεγχόμενη από την Τουρκία(με απόφαση του ΕΔΑΔ) περιοχή, χαρακτηρίζοντας τες τρεις φορές ως εκλογές (χωρίς εισαγωγικά), για να εκφράσει τη στήριξη του υπέρ ενός εκ των «υποψηφίων» του υποτελούς (με βάση πάλι απόφαση του ΕΔΑΔ) και νοθευμένου δημογραφικά από δεκάδες χιλιάδες εποίκους, καθεστώτος.

Διακήρυξε πλειστάκις ότι εφαρμόζει την αρχή πως τίποτα δεν θεωρείται συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν όλα. Όταν όμως τον επικρίνουν για τις «γενναιόδωρες προσφορές» του, τις χρεώνει στους προκατόχους του.

Δήλωσε επανειλημμένως, με τελευταίο παράδειγμα τη δημοσιογραφική διάσκεψη που έδωσε, πως στις συνομιλίες δεν υπήρξε η αναμενόμενη πρόοδος. Πριν στεγνώσει το μελάνι από την αποτύπωση των δικών του δηλώσεων, προχώρησε και συνυπόγραψε κοινή δήλωση με τον κ. Ταλάτ η οποία κάνει λόγο σε «αξιοπρόσεκτη πρόοδο».

Ο εκ των απορρήτων του, Γιώργος Ιακώβου, με γραπτή δήλωση διαβεβαίωνε ότι δεν θα εκδιδόταν κοινό ανακοινωθέν επειδή υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα όσον αφορά το περιεχόμενο του. Ο ίδιο ο κ. Χριστόφιας αλλά και ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος απέρριπταν κατηγορηματικά τον ενδεχόμενο να εκδοθεί κοινό ανακοινωθέν ή τέλος πάντων, να εκδοθεί οτιδήποτε την 30η Μαρτίου ημερομηνία κατά την οποία είχε οριστεί η τελευταία συνάντηση Χριστόφια – Ταλάτ, πριν αχθεί το θέμα ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου. Μετά το πέρας της συνάντησης, σε μια οργανωμένη εκ των προτέρων τελετή, εκδόθηκε τελικά μια «κοινή δήλωση». Αυτή την «αυθόρμητη» ενέργεια χαιρέτισαν λίγες ώρες μετά με εξίσου «αυθόρμητες» γραπτές δηλώσεις ο ΓΓ του ΟΗΕ, ο κ. Μπαρόζο και γενικά όσοι επιθυμούσαν την έκδοση της.

Ο κ. Χριστόφιας συζητά για 18 μήνες με τον Ταλάτ-όπως καταδεικνύει και η «κοινή δήλωση»- κυρίως τα κεφάλαια εκείνα στα οποία η πλευρά μας βασικά έχει να δώσει(και έδωσε πολλά χωρίς να πάρει τίποτα). Τα κεφάλαια που η ε/κ πλευρά αναμένει να πάρει (περιουσιακό, εγγυήσεις, εδαφικό, ασφάλεια κλπ) παραμένουν είτε ανέγγιχτα, είτε δεν υπάρχει καμία πρόοδος να επιδειχθεί σε αυτά. Τουτέστιν ο κ. Χριστόφιας έδωσε χωρίς να περιμένει να πάρει, ούτε γνωρίζει αν θα πάρει. Με αυτό τον τρόπο ο καθένας μπορεί να «λύσει» το Κυπριακό.

Συχνά κατακεραυνώνει όσους «επιδιώκουν το ευκταίο», ενώ παρουσιάζεται ως υπέρμαχος του εφικτού. Aγνοεί ή δεν λαμβάνει υπόψη την αρχή ότι για να πετύχεις το εφικτό, οφείλεις τουλάχιστον να επιδιώξεις το ευκταίο;

Το Εθνικό Συμβούλιο ομοφώνησε τον περασμένο Σεπτέμβριο σε κάποιες βασικές αρχές λύσης. Με τις υποχωρήσεις και τις επιλογές του, ο Πρόεδρος δείχνει ότι γι' αυτόν, εκείνες οι αποφάσεις δεν σημαίνουν και πολλά πράγματα.

Πορεύεται με βάση ένα "δόγμα λύσης" που έχει διαμορφώσει εδώ και χρόνια στο μυαλό του. Αρνείται να αποδεκτεί σύνθεση απόψεων, δεν θέλει ή δεν μπορεί να διαβλέψει τον κίνδυνο, η τεθλασμένη πορεία που ακολουθεί, χαρακτηριστικό της οποίας είναι οι συνεχείς παρεκβάσεις (επιεικώς) από υπεσχημένα και δεσμεύσεις προς εταίρους και μη, να οδηγεί κατευθείαν σε μια τεθλασμένη και συνεπώς θνησιγενή λύση.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραπονείται συχνά ότι δεν τυγχάνει της απαιτούμενης στήριξης και εμπιστοσύνης. Με βάση τα προαναφερόμενα, ο καθένας μπορεί να κρίνει αν δικαιούται περισσότερης στήριξης και εμπιστοσύνης.